Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

«Μα αν είν’ η αγάπη σφάλμα βαρύ να τη δικάσει ποιος μπορεί;..»

Ηριάννα Β.Λ. : Το χρονικό μιας παράλογης κατηγορίας…
Τον Μάρτιο του 2011 δυνάμεις των ΕΚΑΜ μπαίνουν ξημερώματα στο διαμέρισμα του φοιτητή του ΕΜΠ Κώστα Π. που θεωρείται ύποπτος για συμμετοχή στην οργάνωση Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς (ΣΠΦ). Μαζί του βρίσκεται η φοιτήτρια της Φιλοσοφικής και φίλη του Ηριάννα Β.Λ. που είχε κοιμηθεί μαζί του εκείνο το βράδυ. Η Ηριάννα προσάγεται, δίνει DNA και τα λοιπά, και αφήνεται ελεύθερη. Δυο χρόνια αργότερα, το 2013, ενώ ο φοιτητής δικάζεται, απαγγέλλεται κατηγορία στην Ηριάννα με βάση ένα αμφιλεγόμενο δείγμα DNA που βρέθηκε πάνω στη γεμιστήρα όπλου που υποτίθεται ότι έχει σχέση με την υπόθεση της ΣΠΦ.Η Ηριάννα αφήνεται ελεύθερη με περιοριστικούς όρους και συνεχίζει τις σπουδές της και την έρευνά της ενώ τελικά ο Κώστας Π. αθωώνεται τελεσίδικα αφού δεν αποδείχτηκε καμιά συμμετοχή του στην οργάνωση ΣΠΦ, μόνο φιλικές σχέσεις με κάποια μέλη της. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2017 η Ηριάννα δικάζεται και προς γενική έκπληξη καταδικάζεται σε 13 χρόνια φυλάκιση, χωρίς να της αναγνωριστούν ελαφρυντικά, χωρίς η έφεσή της να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και χωρίς να γίνει δεκτή η αίτηση της οικογένειας να εξεταστεί το αμφιλεγόμενο δείγμα DNA από δικό τους εμπειρογνώμονα (η Αστυνομία απάντησε ότι «τελείωσε»).   Κοντολογίς, ένα μερικό γενετικό προφίλ, η ταυτοποίηση δηλαδή μέρους του DNA της, που σύμφωνα με τα κρατικά εργαστήρια ανιχνεύθηκε σε γεμιστήρα εκτός όπλου (ανήκε στα ευρήματα που εντοπίστηκαν θαμμένα στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου), οδήγησε στη σύλληψη και την ποινική της δίωξη για «ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» (ΠΚ187Α παρ.4) και «λήψη, κατοχή, μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων»(άρθ.15 ν.2168/1993).

Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς»….
Σύμφωνα με την ΠΚ187Α παρ. 4, τρομοκράτης ( άρα και αξιόποινος ) μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος ακόμη κι εκ μόνης της συμμετοχής του σε «τρομοκρατική οργάνωση», χωρίς να απαιτείται να έχει τελέσει κάποια από τις « τρομοκρατικές πράξεις» που απαριθμούνται στην ΠΚ187Α παρ.1.  Εν ολίγοις, επαρκεί η «επιδίωξη τέλεσης» κάποιας από αυτές τις πράξεις, και δεν χρειάζεται και η τέλεση ( βλ. διατύπωση ΠΚ187Α «επιδιώκουν την τέλεση του εγκλήματος της παρ. 1» ). Τοιουτοτρόπως, η έννοια του κατηγορουμένου μεθίσταται στην έννοια του υπόπτου, και το Ποινικό Δίκαιο, από Δίκαιο πράξεων, υποβιβάζεται σε… Δίκαιο προθέσεων ( λόγω του αξιόποινου της «επιδίωξης»). Η ΠΚ187Α παρ. 4 πρέπει να ιδωθεί εντός του  πλαισίου της ΠΚ187Α στο σύνολο της τελευταίας. Η ΠΚ187Α, γνωστή και ως «τρομονόμος»( βλ. και ν. 2928/2001), χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα αυθαίρετες διατυπώσεις. Ειδικότερα, βάσει της ΠΚ187Α παρ.1, ως «τρομοκράτης» μπορεί να χαρακτηριστεί οποιοσδήποτε μεμονωμένος  δράστης διαπράττει είτε κακουργήματα, είτε και πλημμελήματα (όλα τα αδικήματα και κατηγορίες αδικημάτων, υπερβαίνουν τα 20 συνολικά και κατονομάζονται στο ΠΚ187Α και στο ν.2928/2001) «με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μία χώρα ή ένα διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού ».( βλ. στοιχείο κβ). Ποιος και με ποια κριτήρια κρίνει αν μια πράξη έχει ως σκοπό «να βλάψει σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό; Το κριτήριο θα εξειδικεύεται κάθε φορά από τους δικαστές, τους ανακριτές και βεβαίως τους αστυνομικούς οι οποίοι θα προστρέχουν πρώτοι για να συλλάβουν και να χαρακτηρίσουν έναν δράστη ως τρομοκράτη. Κυριαρχεί άρα το υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο επίσης είναι προς εκτίμηση από όλους τους παραπάνω, δηλαδή ο υποτιθέμενος σκοπός του δράστη να εξαναγκάσει παράνομα μία δημόσια αρχή ή ένα οργανισμό να εκτελέσει κάποια πράξη κλπ. Με αυτά τα κριτήρια, μία μαζική διαδήλωση ενάντια, λόγου χάρη, σε νέες περικοπές μισθών μπορεί να θεωρηθεί ότι πιέζει την κυβέρνηση να υποχωρήσει και άρα να υπαχθεί στην περίπτωση «εξαναγκασμός δημόσιας αρχής ή δημόσιου οργανισμού».  Εν ολίγοις, ο διαδηλωτής ή απεργός θεωρείται δυνάμει τρομοκράτης (απομένει μόνο να του αποδοθεί κάποια από τις τρομοκρατικές πράξεις της ΠΚ187Α παρ.1, και η Αστυνομία δεν φείδεται στην απόδοση κατηγοριών σε διαδηλωτές), και το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι (Σ. 11) σχεδόν αναιρείται. Ας αναλογισθούμε τα εξής: δικαιολογητικός λόγος της Σ.11 είναι η προστασία του κοινωνικού συνόλου από την εγγενή αναλγησία και αυταρχισμό της κρατικής εξουσίας· τα δύο της αυτά χαρακτηριστικά καθιστούν, για τη νικηφόρα διεκδίκηση των διάφορων κοινωνικών αιτημάτων, απαραίτητη την άσκηση ισχυρών πιέσεων, ή άλλως « εξαναγκασμού» (εν ολίγοις,  πρόκειται για μια από τις κρίσιμες λέξεις της ΠΚ187Α, κι εν τέλει γι αυτήν που ανάγει εκείνον που διεκδικεί τα δικαιώματά του – πιέζοντας κι «εξαναγκάζοντας» π.χ. τις δημόσιες αρχές να απόσχουν από την καταπάτησή τους- σε… τρομοκράτη).                                                                                                                                                 
Από το «In dubio pro reo» στο «In dubio…contra reum»;…
Ας σημειωθεί επίσης, ότι η ταυτοποίηση του DNA συνιστά όχι απόδειξη, αλλά ένδειξη.  Το DNA λοιπόν,, αποτελεί ένδειξη και όχι απόδειξη για τους εξής λόγους: διότι η εργαστηριακή εξέταση του DNA αδυνατεί να προσδιορίσει δύο βασικά πράγματα : Πρώτον τον τρόπο εναπόθεσης, εάν δηλαδή ο κάτοχος του DNA έχει έρθει σε επαφή άμεση με το ίδιο το αντικείμενο, στο οποίο βρέθηκε το DNA ή αυτό είναι αποτέλεσμα δευτερογενούς, τριτογενούς ή τεταρτογενούς επαφής με άλλο πρόσωπο ή με άλλη επιφάνεια, από την οποία έχει μεταφερθεί το DNA αυτό εκεί…. Και δεύτερον δεν μπορεί να προσδιορίσει τον χρόνο εναπόθεσης. Άλλωστε, η ανάλυση DNA αποδεικνύει απλώς την ταυτοποίηση του προσώπου, όχι την τέλεση του εγκλήματος. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος κινδύνευσε  να καταδικαστεί με μόνο στοιχείο το γεγονός ότι βρέθηκε το DNA του σ΄ ένα καπέλο, το οποίο καπέλο υποτίθεται ότι βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος… βέβαια, κανένας από τους 20 μάρτυρες δεν επιβεβαιώνει ότι ο Θεοφίλου φορούσε αυτό το καπέλο, στην επίμαχη ώρα και μέρος, ούτε προφανώς μπορεί η ανίχνευση του…DNA στο καπέλο να θεωρηθεί…. αποδεικτικό μέσο. Κι έτσι, ο Τάσος Θεοφίλου αθωώθηκε πανηγυρικά και τελεσίδικα.
Η αναγωγή της ένδειξης σε απόδειξη αλλάζει άρδην το τοπίο της Ποινικής Δικονομίας…
Απόδειξη υπάρχει όταν δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία σε κανέναν ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος. Ένδειξη υπάρχει όταν υφίσταται μία υπόνοια γι’ αυτό, η ένδειξη εντάσσεται ενδεικτικά στα κυριότερα αποδεικτικά μέσα, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 178 Κ.Ποιν.Δ., όμως αυτές καθαυτές οι ενδείξεις όταν δεν είναι αποχρώσες θεωρούνται επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου, όταν όμως δεν συντρέχουν με άλλο αποδεικτικό στοιχείο είναι ανεπαρκείς για την καταδίκη του. Η ένδειξη λοιπόν, σύμφωνα με τον Μπουρόπουλο, είναι «ορισμένο πραγματικό γεγονός, βέβαιο και αποδεδειγμένο, όπερ καθεαυτό δεν έχει σημασία για την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητος του κατηγορουμένου, αλλά εκ του οποίου δια λογικών συλλογισμών συνάγεται συμπέρασμα περί της υπάρξεως ή μη αποδεικτέου γεγονότος». Μια ένδειξη λοιπόν, αποτελεί ένα αποδεικτικό στοιχείο. Δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη γιατί πλήρης απόδειξη είναι εκείνος ο συνδυασμός των γεγονότων που οδηγεί με βεβαιότητα και χωρίς καμία αμφιβολία στην κατάφαση του δικαστηρίου περί ενοχής του κατηγορουμένου. Εν πάση περιπτώσει, η καταδίκη κατηγορουμένου με βάση ένδειξη (όπως το D.Ν.Α βλ. παρακάτω) και όχι πλήρη και αναμφίβολη απόδειξη, δεν συνιστά νόμιμη απόδειξη ενοχής και παραβιάζει το υπερνομοθετικής ισχύος τεκμήριο αθωότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθ. 6 παρ.2 ΕΣΔΑ και κυρώθηκε με το ν. 53/1974, και προφανώς δεσμεύει (και) τα ελληνικά δικαστήρια . Δεν είναι τυχαίο ότι το τεκμήριο αθωότητας αντανακλάται στο νόημα και στο σκοπό μιας σειράς διατάξεων του ΚΠΔ, π.χ. 171παρ.1δ (απόλυτη ακυρότητα από τη μη τήρησή του), 371§2 εδ. γ (περίπτωση ισοψηφίας), 546§2 (εκτέλεση αποφάσεων), 471 (ανασταλτικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων) και 281-303 (προσωρινή κράτηση). Την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας επιτάσσει και η πρόσφατη Οδηγία ΕΕ 2016/343 (βλ. ιδίως άρθρο 4 απαγόρευση δημοσίων πληροφοριών για την ενοχή προσώπου και άρθρο 6 για τη διασφάλιση ότι το βάρος απόδειξης το φέρει η εισαγγελική αρχή).                                                                                                                                           
Η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας προέκυψε διαμέσου και της λήψης DNA,  βάσει των ρυθμίσεων της ΚΠΔ200Α.  Μιας διάταξης με πολλά… ευτράπελα  σημεία, τα οποία ερχόμαστε να σχολιάσουμε:
-« Όπου υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση  DNA…»(ΚΠΔ200Α):  Το κριτήριο «σοβαρές ενδείξεις» είναι ιδιαίτερα αόριστο, και η εξειδίκευσή του επαφίεται στην φιλοτιμία και στην ελεημοσύνη ή , μάλλον, στην… αυθαιρεσία του δικαστή και του αστυνομικού, δεδομένου ότι αρκεί κάποιος να είναι απλώς «ύποπτος».  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δεκάδων κατοίκων Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης, που κλήθηκαν, τα έτη 2013 και 2014, να καταθέσουν υποχρεωτικά DNA.  Γιατί της Χαλκιδικής και της Θεσσαλονίκης; Διότι στις περιοχές αυτές εκδηλώθηκαν εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις εναντίον της λειτουργίας μεταλλείων Χρυσού στην περιοχής των Σκουριών Χαλκιδικής, κι έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος οριοθέτησης και καταστολής των κινητοποιήσεων. Το φακέλωμα των κατοίκων και ο στιγματισμός τους ως « ύποπτων», προκειμένου να «κάτσουν ήσυχα» ήταν ένας τέτοιος τρόπος.
-Ο κύκλος των προσώπων, που δύνανται να υπαχθούν στη διαδικασία της λήψης και αποθήκευσης γενετικού υλικού, έχει διευρυνθεί υπέρμετρα, ώστε να περιλαμβάνει ακόμη  και υπόπτους για σχετικώς ελαφρά πλημμελήματα ( πλημμελήματα δηλαδή που επισύρουν φυλάκιση ακόμη και 3 μηνών). Συνεπώς, υφίσταται δυσαναλογία ανάμεσα στην ελαττωμένη βαρύτητα της ποινικής απαξίας των πλημμελημάτων και στην αυξημένη βαρύτητα επέμβασης σε θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου, από το οποίο λαμβάνεται DNA. Μία τέτοια δυσαναλογία του επιλεγόμενου μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ και στη νομολογία του ΕΔΔΑ και των Ελληνικών δικαστηρίων.
-Το Ελληνικό Σύνταγμα αναγνωρίζει ρητά τόσο το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό (9Α Σ) όσο και το δικαίωμα στην προστασία της γενετικής ταυτότητας (5 παρ. 5 Σ). Η λήψη και επ’ αόριστον διατήρηση γενετικού αποτυπώματος επεμβαίνει στα παραπάνω θεμελιώδη δικαιώματα στον πυρήνα τους, αφού η επεξεργασία του DNA αφορά ευαίσθητα δεδομένα, τα οποία εξ ορισμού περιγράφουν και οριοθετούν τον πυρήνα αμφότερων των παραπάνω δικαιωμάτων.
- Επιπλέον, η λήψη του DNA ανατίθεται στις διωκτικές αρχές (δηλ. στην Αστυνομία), κι όχι στις εισαγγελικές, κι έτσι ανοίγεται μεγαλύτερο πεδίο αυθαιρεσίας. Διότι, παράλληλα,  η μη πρόβλεψη διαδικασίας λήψης DNA  και η θέσπιση του «υποχρεωτικού» της λήψης,  αφήνει ανοιχτή την εκτέλεση του φυσικού καταναγκασμού με ενέργειες κρατικών οργάνων προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του θιγόμενου προσώπου ( η Αστυνομία, χρόνια τώρα, πραγματοποιεί σωρηδόν τέτοιες… ενέργειες).
-Η υποχρεωτική λήψη γενετικού υλικού από τις διωκτικές αρχές δεν συνοδεύεται με την παροχή οποιουδήποτε έννομου δικαιώματος στο ύποπτο πρόσωπο να αντιτάσσεται υπό όρους και με συγκεκριμένη διαδικασία. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) αποτελεί και το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη σιωπή καθώς και το δικαίωμα στη μη-αυτοενοχοποίηση (βλ. και άρθρο 14 παρ. 3 ΔΣΑΠΔ, Οδηγία Ε.Ε. 343/2006). Επομένως, είναι απαραίτητη η πρόβλεψη μίας συγκεκριμένης διαδικασίας αντίρρησης από την πλευρά του θιγόμενου προσώπου απέναντι στην εκτέλεση μίας τέτοιας επαχθούς γι’ αυτό ανακριτικής πράξης, δεδομένου ότι για τον χαρακτηρισμό του ως υπόπτου θα πρέπει να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις.
-Σε αντίθεση με το άρθρο 30 παρ. 5 της Απόφασης 2008/615/ΔΕΥ, η εποπτεία της εθνικής βάσης DNA ανατίθεται σε αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών και όχι στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ). Έτσι, η διάταξη αυτή του άρθρου 200Α ΚΠΔ έρχεται έτσι σε αντίθεση με το άρθρο 9Α του Συντάγματος, που ορίζει ρητά ότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών διασφαλίζεται από την ΑΠΔΠΧ, για τον λόγο ότι η τελευταία αποτελεί ανεξάρτητη συνταγματική αρχή και, επομένως, φύσει και θέσει εξοπλισμένη καλύτερα να επιτελέσει τον ελεγκτικό της ρόλο απέναντι στο κράτος.
-Η τήρηση γενετικών αποτυπωμάτων μέχρι το θάνατο του προσώπου, που αφορούν, και για σκοπούς άσχετους με τη συγκεκριμένη ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας συλλέχθηκαν τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, αφού στιγματίζει το πρόσωπο για μία ζωή, δεν θέτει κριτήρια τόσο ως προς τη βαρύτητα των πράξεων όσο και ως προς τη διαπίστωση των ενδείξεων στο πρόσωπο του υπόπτου, ενώ δεν διακρίνει ανάμεσα σε ενηλίκους και ανηλίκους, κριτήρια τα οποία είναι απαραίτητα σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ. Έρχεται δε σε λογική ασυνέχεια και με το ΠΔ 245/1997 “Εκκαθάριση Αρχείων των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, το οποίο για ελάσσονος σημασίας προσωπικό δεδομένο των δακτυλικών αποτυπωμάτων ορίζει ότι τηρούνται στα αρχεία των Υπηρεσιών Εγκληματολογικών Ερευνών “α) 10 χρόνια από τη διαπίστωση ή επιβεβαίωση της πράξης και όχι πριν την αμετάκλητη απόφαση επί της υποθέσεως ή β) τα ανόμοια (σ.σ. αταυτοποίητα) 20 χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος” (άρθρο 3 παρ. 3 ζ’ του ΠΔ).
-Ας σημειωθεί ότι σε επιστολή συμπαράστασής τους προς την Ηριάννα, Βιολόγοι και Βιοεπιστήμονες επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:  «Αναλύθηκαν 15 γενετικοί τόποι των οποίων η εξέταση απαιτείται για την πλήρη ταυτοποίηση των δύο δειγμάτων. Εκτός των 7 γενετικών δεικτών που εμφάνισαν συμβατότητα, υπάρχουν άλλοι 5 οι οποίοι έχουν επικυρωθεί από διπλή ανάλυση και δεν είναι πλήρως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της Ηριάννας Β. Λ. και επιπλέον 3 οι οποίοι δεν έχουν δώσει καθόλου αποτέλεσμα. Η εγκληματολόγος της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της αστυνομίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δείγμα από το γεμιστήρα εκτός όπλου προέρχεται από την Ηριάννα, βασιζόμενη μόνο στους 7 γενετικούς τόπους»[...] «Στην ακόλουθη στατιστική ανάλυση δεν συμπεριελήφθη όλο το προφίλ αλλά μόνο όσοι γενετικοί δείκτες ήταν πλήρως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της Ηριάννας Β. Λ. ενώ οι υπόλοιποι αγνοήθηκαν καθώς αν είχαν συμπεριληφθεί τότε η κατηγορούμενη θα είχε αποκλειστεί ως δότρια του γενετικού υλικού. Πολύ σημαντικό είναι ότι η συγκεκριμένη στατιστική ανάλυση με βάση τις αρχές δικανικής γενετικής δεν δίνει μοναδικότητα. Συμπερασματικά, το συγκεκριμένο γενετικό προφίλ δεν αποδίδεται σε ένα άτομο».
Ας σημειωθεί ότι στις αρχές του περασμένου Ιουνίου προτάθηκαν ( αλλά αποσύρθηκαν προς το παρόν) οι εξής, μεταξύ άλλων, προσθήκες στα άρθρα ΠΚ187 και ΠΚ187Α:
«2α. Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή ένταξη σε τέτοια, και προκαλεί κίνδυνο τέλεσης των εγκλημάτων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών» ( προσθήκη στην ΠΚ187) και «3α. Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος, και προκαλεί κίνδυνο τέλεσής τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη»( στην ΠΚ187Α).  Η ποινικοποίηση του «δημόσιου λόγου που διεγείρει» δίπλα στη «συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση» ή σε «τρομοκρατική οργάνωση» είναι απόλυτα φρονηματική. Κι αυτό γιατί ήδη η ποινικοποίηση των αδικημάτων των άρθρων 187 και 187 Α αφορά επιδίωξη ( η εγκληματική οργάνωση «επιδιώκει την τέλεση…», βλ. 187παρ.1, ) ή κίνδυνο τέλεσης ( διατύπωση της 3α )των εκάστοτε πράξεων. Επιπλέον, το κριτήριο «όποιος προκαλεί κίνδυνο τέλεσης» είναι ιδιαιτέρως αόριστο, και η συγκεκριμενοποίησή του αφήνεται στην ελεημοσύνη και στην φιλοτιμία -ή, μάλλον, στην αυθαιρεσία- του δικαστή και του αστυνομικού. Βάσει της 187 παρ. 3α ΠΚ, ένας εργαζόμενος που καλεί ( είτε μέσω αφίσας, είτε μέσω κειμένων, είτε προφορικά ) τους συναδέλφους του σε μαχητική απεργία, θεωρείται δυνάμει τρομοκράτης, και περιστέλλεται δραστικά η συνδικαλιστική ελευθερία ( Σ. 23). Τα κριτήρια είναι ιδιαιτέρως ευρέα ( «δημόσια» γενικώς κι αορίστως, «με οποιονδήποτε τρόπο»), με στόχο όποιος επιθυμεί, σε δημόσια συζήτηση, να τοποθετηθεί εναντίον της σημερινής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, να υποβληθεί σε αυτολογοκρισία και σε δεύτερες σκέψεις, ίσως και σε… αυτοφίμωση. Ωστόσο, επειδή οι «αντιτρομοκρατικές κορώνες» καλά κρατούν, είναι αναγκαία η επαγρύπνηση όλων μας για το ενδεχόμενο θέσπισης των εν λόγω διατάξεων ανά πάσα στιγμή.
Είναι το κράτος ο τρομοκράτης; Όοοχι, το κράτος είναι η τάξις…» (Ν. Άσιμος)
Κυβερνήσεις κάθε απόχρωσης και Ε.Ε., πίσω από έναν εύσχημο μανδύα «αντιτρομοκρατικών ευαισθησιών» και ασφαλειολαγνείας, ουσιαστικά αποσκοπούν στην περιθωριοποίηση ως «επικίνδυνου»  όποιου παλεύει για τα στοιχειώδη και διεκδικεί έναν δικαιότερο κι ομορφότερο κόσμο, και, συνακόλουθα, στην ορθολογικοποίηση των πολιτικών τους, λες κι αυτές δεν τρομοκρατούν τόσο κόσμο, που χάνει τη δουλειά του, παρατάει τις σπουδές του, πνίγεται στη Μεσόγειο, αντικρίζει ένα δυσοίωνο μέλλον ή και αυτοκτονεί. Θα προτιμήσουμε την «ασφάλεια»- συναίνεση σε μια πραγματικότητα κοινωνικής εξαθλίωσης και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, ή θα αντισταθούμε; Στο αμέσως επόμενο διάστημα, να διεκδικήσουμε την αθώωση της Ηριάννας, καθώς και την κατάργηση όλων των τρομονόμων!...

«Όσοι θυσιάζουν ελευθερίες για λίγη ασφάλεια, δεν αξίζουν ούτε την ελευθερία, ούτε την ασφάλεια». ( Βενιαμίν Φραγκλίνος)

-ΟΛΟΙ/ΕΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14.7, 19.00, ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ!!                                   -ΟΛΟΙ/ΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ, ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ, ΣΤΙΣ 17.7, ΩΡΑ 09.00!!   

ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ_ΕΑΑΚ