Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Όσο περισσότερο μας κλέβουν τη ζωή, τόσο μας ταΐζουνε με έθνος και φυλή...


Μπορεί η συμφωνία των Πρεσπών να ψηφίστηκε, οι ΑΝΕΛ να έφυγαν από την Κυβέρνηση και τα διάφορα κιτς εθνοπανηγύρια των Μακεδονομάχων με τις περικεφαλαίες να τελείωσαν (προς το παρόν)· εμείς ωστόσο θεωρούμε πως είναι αναγκαίο να τοποθετηθούμε σε σχέση με τα τεκταινόμενα της προηγούμενης περιόδου και τα όσα ζήσαμε στους δρόμους της Αθήνας, γιατί, δυστυχώς, ο εθνικισμός και η συγκρότηση γύρω από την «εθνική ταυτότητα» και την «πατρίδα» εμπνέει και ανθρώπους της γενιάς μας, της γειτονιάς και της σχολής μας και όχι μόνο κάποιους ξεχασμένους παππούδες απ’ το χωριό.  Κάποιοι από αυτούς τους νέους, τους συμφοιτητές μας, ήταν και αυτοί που, ξεκινώντας από πέρυσι, μετά τα μακεδονικά συλλαλητήρια γέμισαν τις σχολές και τους δρόμους με φασιστικά συνθήματα, ενδεικτικά σβάστιγκες και παραπομπές στα SS, αποδεικνύοντας έτσι τον εξόφθαλμο φασιστικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων αυτών. 
Πράγματι, στα μακεδονικά συλλαλητήρια συμμετείχε και νεολαία. Το δηλητήριο του φασισμού και του εθνικισμού προσπάθησε να μπει και μέσα στα σχολεία με τις εθνικιστικές καταλήψεις για το μακεδονικό (λίγες ευτυχώς πανελλαδικά, οι περισσότερες στη βόρεια Ελλάδα και με την άμεση απάντηση των αντιφασιστών μαθητών/τριων). Οι διάφορες ακροδεξιές οργανώσεις μιλιταριστικού τύπου, τα μέλη και τα παρακλάδια των οποίων προκάλεσαν τα επεισόδια στο Σύνταγμα, τρομοκρατούσαν τον κόσμο των γειτονιών εκείνες τις μέρες και επιτέθηκαν στους φωτορεπόρτερ, συγκροτούνται κατά βάση από νέους ανθρώπους.
Τι είναι όμως αυτό που θα ωθήσει έναν μαθητή γυμνασίου να κλείσει το σχολείο του για να διαμαρτυρηθεί «για τη Μακεδονία»; Αν μελετήσει κανείς την ιστορία που διδασκόμαστε στο σχολείο, θα θυμάται κατά βάση το πόσο ένδοξο έχει υπάρξει το ελληνικό έθνος ανά τους αιώνες, το πόσο ηρωικά έχει πολεμήσει απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους που είναι defacto εχθροί μας. Εντέχνως «αποφεύγονται» τα δύσκολα κομμάτια όπως ο Εμφύλιος, ενώ ειδικά στο κομμάτι του Μακεδονικού αλλά και γενικά στην πολύπαθη ιστορία των Βαλκανίων και των εκατέρωθεν «Μεγάλων Ιδεών» τα πράγματα είναι αποκαλυπτικά: συστηματικά και για χρόνια καλλιεργείται στον τρόπο σκέψης μας ο εθνικισμός και η ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας, εκτός και αν είμαστε τυχεροί/ες και πετύχουμε κάποιον καθηγητή που να θέλει να οξύνει το κριτικό πνεύμα των μαθητών και να τους μάθει να σκέφτονται. Ακόμα και στο πανεπιστήμιο όμως, υπήρξαν αρκετοί ακαδημαϊκοί που έσπευσαν να αγκαλιάσουν τα συλλαλητήρια, ενώ για χρόνια δεν έχουν τοποθετηθεί  δημόσια για τίποτα που αφορά τη ζωή της νεολαίας και της πληττόμενης πλειοψηφίας της χώρας. Οι καθηγητές της σχολής μας Λαζαράτος,  Μυλωνόπουλος,  Δημητρόπουλος (που καλούσε μάλιστα σε «καθολική απεργία για τη Μακεδονία»), διαμαρτυρήθηκαν με πλούσια αρθρογραφία για την ελληνικότητα της Μακεδονίας που ξεπουλιέται. Δεν είδαν άραγε τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής στα συλλαλητήρια; Η παραφιλολογία περί «αλυτρωτισμού» αφορά μόνο τους γείτονες; Ποιο το δικαίωμα ενός κράτους να παρεμβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος και στο όνομα ενός άλλου; Ποια η τοποθέτησή τους για τον ελληνικό εθνικισμό;
Από την άλλη βέβαια, αυτό που μας πλασάρουν ως μοναδικό αντιπρόταγμα στο φασιστικό παραλήρημα είναι η επιλογή ΣΥΡΙΖΑ. Παρουσιάζουν την ψήφιση της συμφωνίας ως την επιτομή του προοδευτισμού και την μοναδική δημοκρατική λύση στη μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι προτεινόμενος για νόμπελ ειρήνης ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας; Στην πραγματικότητα η «τιμή» αυτή απονέμεται στον Τσίπρα όχι για τη δημοκρατική παρέμβασή του, αλλά γιατί λειτούργησε ως άριστος διαμεσολαβητής μεταξύ ΕΕ, ΝΑΤΟ και Βόρειας Μακεδονίας, με αποτέλεσμα να ενταχτεί η τελευταία στις υπερεθνικές αυτές ολοκληρώσεις. Ίσως ως πιο «απόκρυφος» και λιγότερο προβαλλόμενος  όρος της συμφωνίας, η ένταξη, δεν έχει λάβει την αναγκαία θέση στο δημόσιο λόγο κάνοντας την επιχειρηματολογία κατά της συμφωνίας να στρέφεται αποκλειστικά γύρω από εθνικιστικές αντιλήψεις, αγνοώντας έτσι ένα πολύ βασικό κομμάτι της: ότι η υπογραφή της εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και του ελληνικού κράτους. Η Ελλάδα παίρνει ρόλο εγγυητή στα Βαλκάνια και το ελληνικά κεφάλαιο βρίσκει νέο εύφορο έδαφος για επενδύσεις, έχοντας φυσικά τη διεθνή υποστήριξη.
Δυστυχώς βέβαια και μεγάλο κομμάτι της ντόπιας αριστεράς, ΛΑΕ και ΚΚΕ, φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Σε μια προσπάθεια να «κρατήσει τις ισορροπίες» υιοθέτησε κομμάτι της εθνικιστικής παραφιλολογίας περί αλυτρωτισμού του συντάγματος της γείτονος χώρας, ανυπαρξίας της μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας και υπεράσπισης του «υγιούς πατριωτισμού» μέρους των διαδηλωτών.
 Γιατί η Μακεδονία δεν είναι μία και ούτε μόνο ελληνική
                                                                                                                 (ή τι πρέπει να διαβάσουμε)
Ο ιστορικός χώρος της Μακεδονίας δεν είναι ενιαίος, αλλά αντίθετα αποτελείται σήμερα από τρία γεωγραφικά μέρη, τα οποία ανήκουν στο ελληνικό κράτος (το μεγαλύτερο κομμάτι), στην Βόρεια Μακεδονία και στη Βουλγαρία και κατά συνέπεια δεν είναι ούτε μία, ούτε μόνο ελληνική. Αλλά και άλλοι εθνικιστικοί μύθοι, όπως η δήθεν ανυπαρξία μακεδονικής γλώσσας ή μακεδονικού έθνους έχουν καλλιεργηθεί δεκαετίες απ’ το ελληνικό κράτος, στην προσπάθειά του να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό της επικράτειάς του μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μην αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας και απαγορεύοντας στην πράξη την μακεδονική γλώσσα (διαφωτιστική είναι η αντίστοιχη έρευνα του ιστορικού Τάσου Κωστόπουλου στο βιβλίο «Η απαγορευμένη γλώσσα», εκδόσεις Βιβλιόραμα). Για όλα αυτά όμως η ιστορική έρευνα έχει αποφανθεί χρόνια τώρα και είναι χαρακτηριστικό ότι (σε αντίθεση με το πολύ ισχυρότερο εθνικιστικό παραλήρημα του 1992) σήμερα δεν υπάρχει κανένας έγκυρος ιστορικός που να υπερασπίζεται αυτούς τους εθνικιστικούς μύθους. Όμως, επειδή, όταν η κυρίαρχη τάξη δεν συμφωνεί με την πραγματικότητα, «τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα» – που έλεγε και ο Μπρεχτ – έχουμε το εξής παράδοξο: όλοι έχουν λόγο στο δημόσιο διάλογο για το Μακεδονικό ζήτημα, εκτός απ’ τους ιστορικούς. Προς τιμήν τους πολλοί ιστορικοί έχουν προσπαθήσει να αντιστρέψουν αυτό τον εθνικιστικό παροξυσμό για το Μακεδονικό ζήτημα, με χαρακτηριστικότερο το πρόσφατο βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου και του Δημήτρη Χριστόπουλου «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό» (εκδόσεις Πόλις), που προσπαθούν επιτυχημένα να παρουσιάσουν συνοπτικά τα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας για τα κυριότερα ζητήματα γύρω απ’ το Μακεδονικό.
Μετά από όλα αυτά λοιπόν, για εμάς είναι ξεκάθαρο: δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε με τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων. Αντίθετα, μας ενώνουν τα ίδια προβλήματα και ανησυχίες. Δεν θα παλέψουμε για κανένα όνομα. Παλεύουμε από κοινού ενάντια στους εκατέρωθεν εθνικισμούς προτάσσοντας την διεθνιστική αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς!