Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ (27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1935 - 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012)
"Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας। Είμαι επισκέπτης. Το καθετί που αγγίζω με πονάει πραγματικά, κι έπειτα δεν μου ανήκει. Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει ''δικό μου είναι". Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε. Ότι δεν έχω καν όνομα. Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο. Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα. Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία."
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε ξαφνικά, άδικα, αναίτια. Έφτιαχνε όμως ως την τελευταία του στιγμή εικόνες, τις εικόνες της «Άλλης θάλασσας» με θέμα της την ανεργία, τη μετανάστευση, τους κύκλους της ιστορίας και της τέχνης. Για άλλη μια φορά σταθερός στις μεγάλες πατρίδες της τέχνης του: τη μουσική, τον έρωτα και την επανάσταση. Μιας τέχνης που αντιστεκόταν στην ευκολία, που πρότεινε τα μεγάλα οράματα και βάθαινε στα μεγάλα θέματα της ανθρώπινης κατάστασης.
Διεθνώς αναγνωρισμένος και πολυβραβευμένος, αυτός ο ποιητής της εικόνας, συντρόφεψε τους αγώνες και τις αγωνίες του ελληνικού λαού στην πορεία του για μια καλύτερη κοινωνία। Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του αριστερός σε διαρκή αναζήτηση της ιστορίας της επανάστασης και καθόρισε με την καλλιτεχνική και βαθιά ανθρωπιστική, του ματιά την καλλιτεχνική και ανθρώπινη οπτική εκατομμυρίων ανθρώπων. Εμείς θα έχουμε πολύτιμη κληρονομιά τα μεγάλα του πλάνα που κρατούν μέσα τους τον παλμό της ανθρώπινης ζωής που επιμένει να μάχεται για την αξιοπρέπειά της, να μελετά και να προκαλεί την ιστορία, να ηττάται και να επιμένει, να ερωτεύεται και να μένει μόνη, να ακούει τη μουσική που συνθέτουν οι ελπίδες και οι αγώνες της.
Ακολουθεί άρθρο της Αμαλίας Καραλή:
Θα ξεκινήσω παραφράζοντας για τον Αγγελόπουλο έναν χαρακτηρισμό του Καβάφη για το δικό του έργο. «Εγώ είμαι ποιητής – ιστορικός» είχε πει για τον εαυτό του ο Αλεξανδρινός. Και ο Αγγελόπουλος θα έλεγα εγώ είναι σκηνοθέτης – ιστορικός. Για τον καλλιτέχνη η ιστορία είναι ο κυρίαρχος και αυθεντικός στίβος όπου δοκιμάζεται η ζωή. Σε αυτήν ανάγεται το έργο του, σε αυτό επικοινωνούν οι εποχές της και συγκροτούν τον ενιαίο χρόνο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αυτόν τον χρόνο αναπτύσσει ό,τι ορίζει την ανθρώπινη κατάσταση: τον έρωτα, τη σχέση μας με τη νίκη ή την ήττα, τη φύση της εξουσίας, την τέχνη και τον στοχασμό, τον λογισμό και το όνειρο.
Ως ιστορικός λοιπόν σκηνοθέτης λειτουργεί πολιτικά. Η αισθητική του Αγγελόπουλου είναι πολιτική πράξη, είναι ο τρόπος της συμμετοχής του στην πόλη, στον πολιτισμό της. Ο Αγγελόπουλος στηρίζεται στην ιστορία χωρίς να φτιάχνει μια ιστορική ταινία. Δεν γυρίζει πολιτική ταινία αλλά γυρίζει πολιτικά την ταινία. Δηλαδή εκείνο που προέχει είναι η πολιτική του συνείδηση και αυτή είναι παρούσα στην ποιητικότητα της κινηματογραφικής του γραφής.
Η τελευταία του ταινία, όπως και κάθε κινηματογραφική ταινία, αποτελεί ένα ιστορικό τεκμήριο της εποχής μας, αφού πρώτ’ απ’ όλα η ίδια αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός. Ως ιστορικό γεγονός προκαλεί τη δημιουργία άλλων όπως οι απαραίτητες –ευτυχώς- συζητήσεις που ακολουθούν τις ταινίες του. Ποια ήταν τα κύρια θέματα που αποτέλεσαν τις αναφορές των συζητήσεων; Είναι τα θέματα της μεγάλης τέχνης: Ο έρωτας, η πολιτική, η εμπλοκή των πρωταγωνιστών της στα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του 20ού αιώνα και η διάψευση των προσδοκιών τους, η ψηλάφηση των δυνατοτήτων της συνέχειας με νέους όρους από τη νεότερη γενιά.
Και σε αυτήν την ταινία ο σκηνοθέτης ακολουθεί τα γνώριμά του μοτίβα και τα εξελίσσει. Όλες του οι ταινίες εξάλλου είναι μια διαρκής πολιτική παρέμβαση σε μια ιστορική κίνηση που διαρκώς εξελίσσεται, μια διαρκής πολιτική πράξη.
Τη δεκαετία του ’70: Εκθέτει για πρώτη φορά και με πρωτοπόρο τρόπο την ιστορία του πολέμου, του εμφυλίου, των μετεμφυλιακών χρόνων και των ορίων του οράματος που ξεκίνησε ως απελευθερωτική δύναμη και κατέληξε, επειδή αποσπάστηκε από τις λαϊκές του ρίζες, σε τυραννική εξουσία.
Τη δεκαετία του ’80: Διερευνά το αν και το πώς το ιστορικά διαμορφωμένο κίνημα μπορεί να ανταποκριθεί στο παρόν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορούσε παλαιότερα να συγκινεί και να συνεγείρει.
Τη δεκαετία του ’90: Το μεγάλο γεγονός της διάλυσης των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού σηματοδοτεί έναν συνολικότερο προβληματισμό του: η έννοια των συνόρων επανέρχεται με νέους όρους. Η εξορία, η μετανάστευση και η νεότερη προσφυγιά –όλα ιδωμένα με κυριολεκτικό και μεταφορικό τρόπο- απασχολούν το έργο του καθώς τροφοδοτούν το μετέωρο βήμα του ιστορικού ανθρώπου ανάμεσα σε ένα διαλυμένο παρελθόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον.
Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα: Στην τριλογία του ξαναπιάνει το νήμα της ιστορίας στις πιο λεπτές αποχρώσεις της, αυτές που ίσως δεν παρατηρήσαμε την πρώτη φορά. Σαν σταγόνες του ποταμού ξανακυλούν οι εξορίες, οι καταδικασμένοι αλλά δυνατοί έρωτες, οι τραγωδίες, οι πόλεμοι κάθε είδους. Πρωταγωνιστές είναι εκείνοι οι απλοί, «οι στρατιώτες της Σαλαμίνας», η «μνεία η μικρή και ασήμαντη στα βιβλία ιστορίας». Ο Αγγελόπουλος αποκαλύπτει το βάθος των τραγικών συγκρούσεων που αδυνατούν να εκλογικεύσουν όσοι τις έχουν υποστεί και νιώσει.
Και σε πείσμα των καιρών δεν ξεχνά την ουτοπία του «Τρίτου φτερού», αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση του τέλους και της αρχής, τη σύνδεση της γενιάς που πίστεψε στην έφοδο στον ουρανό και βρέθηκε στο περιθώριο της ιστορίας με τη νεότερη που εξεγείρεται βιώνοντας τη βία της απόρριψης και της απουσίας, προσδοκώντας όμως την παρουσία της ελπίδας και των ανοιχτών οριζόντων. Είναι αυτή που μπορεί να γίνει το τρίτο φτερό, αυτή που μπορεί να ξαναβρεί το χαμένο άγγιγμα και να εμπλουτίσει το όνειρο.
Ο Αγγελόπουλος καταθέτει και ένα διαφορετικό αισθητικό ήθος και αυτό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πολιτικές αρετές του έργου του. Τα πλάνα, η φωτογραφία, η μουσική, η ιδιαίτερη κάθε φορά διαπραγμάτευση του θέματός του διαρθρώνουν μια ανατρεπτική αισθητική αγωγή. Ο κινηματογραφικός χρόνος του Αγγελόπουλου ακολουθεί τον χρόνο της ανθρώπινης ανάσας, των ανθρώπινων βημάτων πάνω στους δρόμους της ιστορίας, μέσα από τους χώρους της καθημερινότητας. Τα αντικείμενα της καθημερινότητας, όπως και τα ανθρώπινα πρόσωπα συχνά μετατρέπονται σε σύμβολα όπως και τα μνημεία, τα αγάλματα, οι τραγικοί μύθοι που συντρίβονται μέσα από τους θυμούς της ιστορίας τους οποίους προκαλούν και προκαλούνται από αυτούς. Όλα γίνονται φορείς μνήμης, άλλοτε ηρωικής, άλλοτε οδυνηρής άλλοτε απορημένης –ποια μνήμη άλλωστε δεν είναι έτσι;- που εξακολουθεί όμως να αναζητά πόρους, δηλαδή περάσματα σε μια νέα κατάσταση ελευθερίας.
Ο Αγγελόπουλος με τις επιλογές του αυτές αντιστέκεται στην κυρίαρχη αισθητική που αναλώνει τον χρόνο και τα θέματα της τέχνης με τον ίδιο τρόπο που καρπώνεται την εργατική δύναμη, τα συναισθήματα, την ιστορία: γρήγορα, εύκολα και απλά. Χωρίς καμιά αντίσταση, χωρίς καμιά αιδώ. Ο σκηνοθέτης θέτει έτσι σε συνεχή κριτική τους όρους δημιουργίας της κυρίαρχης αντίληψης για την τέχνη στο επίπεδο της μορφής επειδή προηγουμένως την έχει αναιρέσει στο επίπεδο του περιεχομένου της.
Η ιδιαιτερότητα του Θόδωρου Αγγελόπουλου βρίσκεται τελικά σε αυτά που ο ίδιος έχει προσδιορίσει ως μόνιμα στοιχεία του έργου του: την ποίηση, τη μουσική και την επανάσταση. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναισθηματικά εμπλέκεται σε όλη την κινηματογραφική του περιπέτεια. Εμπλέκεται όχι μόνο με την αγωνία του δημιουργού που επιμένει να επικοινωνεί με το κοινό του, με την κοινωνία του, με τους συμπολίτες του, αλλά γιατί επικεντρώνει στην ανθρώπινη κατάσταση που πάντα ορίζεται και από τα συναισθήματα.
Μέσα από μια ποιητική αντίληψη της πραγματικότητας στοχάζεται πάνω στην ιστορία της Ελλάδας αλλά και μέσω αυτής για την ιστορία του κόσμου, του ανθρώπου. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου κι εκείνο που έχει οδηγήσει και το έργο του στη διεθνή αναγνώριση.
Κάποιος είχε πει ότι ο καθένας κρίνεται από το μέγεθος του αντιπάλου που επιλέγει. Και από το μέγεθος των συμμάχων του θα συμπλήρωνα. Ο Αγγελόπουλος έχει αντίπαλο όλα εκείνα που οδηγούν την Ιστορία στη σιωπή και τον άνθρωπο σε αναλώσιμο της αγοράς. Έχει σύμμαχο την ποίηση και την ουτοπία. Και η Ιστορία έχει ανάγκη από τους ποιητές της Ουτοπίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου