Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Ιδρυτική διακήρυξη



ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ…

Ιδρυτική διακήρυξη του ανεξάρτητου αριστερού σχήματος της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ


Α. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την σφοδρή επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων(ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ), σε αγαστή σύμπραξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στις δυνάμεις της εργασίας και τη νεολαία. Η επίθεση αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τρόπο που εξακολουθούμε να βρισκόμαστε μέσα στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου,όποιον πολιτικό εκφραστή και αν βρίσκουν, προχωρούν σε μία επίθεση άνευ προηγουμένου στα λαϊκά δικαιώματα και κεκτημένα με μόνο στόχο την όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων και της νεολαίας, τη συμπίεση του κόστους εργασίας, την ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση του συμβολαίου εργασίας και την καταστολή κάθε λαϊκού κινήματος.

Ειδικότερα, είναι αναγκαία μια ανάλυση αυτής της κρίσης, καθώς μόνο έτσι μπορεί να ψηλαφηθεί και η απάντηση που πρέπει να προτείνουν οι δυνάμεις της αριστεράς και να υιοθετήσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα ως αναγκαία για το ξεπέρασμα της. Η παγκόσμια κρίση εκδηλώθηκε ως χρηματοπιστωτική, μετασχηματίστηκε σε κρίση χρέους (κρατικού ή ιδιωτικού) και προκάλεσε θρόμβωση στο κυκλοφοριακό σύστημα αιμοδοσίας της «πραγματικής οικονομίας». Η κρίση χρέους πλήττει τις καπιταλιστικές κοινωνίες, στις οποίες η αστική τάξη δεν διαθέτει την δική της  αυτοδύναμη παραγωγική βάση και έχει περισσότερο «παρασιτικό» χαρακτήρα, όντας ένας «αδύναμος κρίκος» στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία ή αλλιώς οι χώρες «γουρούνια» της ΕΕ (PIGS) , όπως μας αποκαλούν χαρακτηριστικά, έχουν μπει, με πρώτη και κύρια την Ελλάδα, στο στόχαστρο δομικών αναδιαρθρώσεων σε βάρος των λαών.

Το χρέος αστικών κρατών και τραπεζών υπήρχε πάντοτε και, όσον αφορά την Ελλάδα, εδώ και χρόνια. Ως ζήτημα ωστόσο παίρνει μια πιο οξεία μορφή, τώρα που το χρηματοπιστωτικό και χρηματιστικό κεφάλαιο αντιμετωπίζουν κρίση και έχουν κλείσει την κάνουλα του δανεισμού για τα κράτη τα οποία δεν προσφέρουν τις απαραίτητες ''εγγυήσεις''. Έτσι, το ελληνικό αστικό κράτος δεν μπορεί πια να δανείζεται για να αποπληρώσει προηγούμενα δάνεια, ενώ και η Ε.Ε, δεδομένης της υπερσυσσώρευσης αδιάθετων υπερεθνικών και μη κεφαλαίων, θέλει να δώσει διεξόδους στους κεφαλαιοκράτες, ανοίγοντας νέα πεδία κερδοφορίας. Με ιδεολογικό μπαμπούλα το χρέος, η Ε.Ε σε συνεργασία με το ΔΝΤ, ζητούν ως ''εγγυήσεις'' την ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση των πάντων, το ξεπούλημα όλου του εθνικού πλούτου και την περικοπή μισθών και συντάξεων, σε αντάλλαγμα με μια εκ νέου χορήγηση δανείων, εν είδει ''σωτηρίας''. Ωστόσο, το αστικό χρέος έτσι και αλλιώς είναι αδύνατο να αποπληρωθεί και πλέον τρέχει ανεξέλεγκτο, όπως πολύ καλά γνωρίζουν. Ουσιαστικά, το ελληνικό και ευρωπαικό κεφάλαιο αγοράζει χρόνο, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα το έδαφος για την ελληνική χρεωκοπία (πχ αποσυμπίεση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων με ξεπούλημα των ελληνικών ομολόγων ή επαναγορά τους, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, από το ελληνικό κράτος!), με την διαδικασία ''ελεγχόμενης πτώχευσης'' να έχει ήδη αρχίσει. Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τους αστούς ιθύνοντες, η ''χώρα μας'' ζει σαν ναρκομανής, δόση με τη δόση.

Η παρούσα κρίση πηγάζει από τον ειδικό τρόπο με τον οποίο εκφράζονται οι εγγενείς αντιθέσεις και αντι-φάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι δομική, βρίσκεται στο DNA του καπιταλισμού και γι’ αυτό δεν ξεπερνιέται με ημίμετρα. Η ανάγκη για ρήξη και ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο λαός φτωχαίνει κάθε μέρα, και μόνο μία μπορεί να είναι η απάντησή του. Πρέπει με μαχητικούς αγώνες να αρνηθεί να πληρώσει το χρέος για το οποίο ο ίδιος καθόλου δεν ευθύνεται, ακολουθώντας το ανάλογο ιστορικό παράδειγμα της Αργεντινής και όχι μόνο. Να βγει από την Ε.Ε και το ευρώ και τους αντιδραστικούς μηχανισμούς τους (ευρωπαική κεντρική τράπεζα, Κομισιόν, Eυρωζώνη κ.ο.κ)  και να ιδρύσει εθνικό νόμισμα, την νέα δραχμή, στεκόμενος παράλληλα στο πλάι των Ευρωπαϊκών λαών που αφυπνίζονται και αντιστέκονται στον κοινό αντίπαλο. Μόνο έτσι θα μπορέσει να χαράξει η εργατική τάξη μαζί με τα σύμμαχά της στρώματα οικονομική και νομισματική πολιτική. Το φτηνότερο νόμισμα θα τονώσει τις ελληνικές εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που αποτελεί τον μόνο δρόμο για πρωτογενή πλεονάσματα. Ο λαός πρέπει να εθνικοποιήσει, ή καλύτερα να απαλλοτριώσει, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, για να επανακτήσει σημαντικό μέρος του ελέγχου της οικονομίας. Να φράξει τις κεφαλαιακές ροές (''ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων'', βασική αρχή της συνθήκης Μάαστριχτ), εμποδίζοντας ισχυρότερες οικονομίας και συσσωρευμένα κεφάλαια να εισβάλλουν στο εσωτερικό του, λεηλατώντας τον υλικό πλούτου και απομυζώντας την υποτιμημένη ελληνική εργατική δύναμη (εκμεταλλευόμενα και την μεγάλη υποτίμηση της δραχμής). Τα μεσαία και κατώτερα στρώματα θα πρέπει να ενισχυθούν, και η εκμετάλλευση στρατηγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να αρχίσει (πράγμα που απαιτεί παραγωγικό συντονισμό των επιμέρους μονάδων). Βεβαίως, όλα αυτά θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μόνο υπό τους όρους του λαϊκού κινήματος, και όχι από μια αστική κυβέρνηση, η οποία, αν μας γύριζε στη δραχμή, θα το έκανε για να ξεπουλήσει τα πάντα φτηνότερα.

Ο παραπάνω δρόμος δεν είναι κάποια μαγική λύση. Για παράδειγμα, η επιστροφή στη δραχμή θα αυξήσει σημαντικά το κόστος των εισαγωγών. Οι δυνάμεις της εργασίας  θα πρέπει να δείξουν σύνεση και αποφασιστικότητα, και ο μόνος τρόπος να σταθούν ξανά στα πόδια τους είναι να χτίσουν, μαζί με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης που θα εξεγερθούν, ένα καλύτερο αύριο ελέγχοντας τους όρους της ζωής τους. Τα πήλινα πόδια του σημερινού σαθρού ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος θα σπάσουν, για αυτό θα πρέπει να είναι καθαρό σε όλους τους πληττόμενους που βρίσκεται το δικό τους συμφέρον. Προς το παρόν, η ληστρική επέλαση του Κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφραστών θερίζει την καθημερινότητα του ελληνικού λαού, έχοντας επιλέξει την κινεζοποίηση της ελληνικής εργατικής τάξης, ανεξαρτήτως των όποιων απωλειών.

Β. Σε συνέχεια των κινήσεων που γίνονται τις 2 τελευταίες δεκαετίες, με αποκορύφωμα πλέον την είσοδο της Ελλάδας στο ΔΝΤ και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της ΕΕ και την ψήφιση απανωτών μνημονίων έχει ξετυλιχθεί μια ολόκληρη στρατηγική λήψης μιας σειράς επιθετικών μέτρων που υποβαθμίζουν το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και διαλύουν κάθε εργασιακό δικαίωμα και κατάκτηση. Στην κατεύθυνση αυτή αλλάζει το προφίλ του έλληνα συλλογικού εργαζομένου κάτι που δεν είναι τυχαίο, αλλά έχει να κάνει με την αναβαθμισμένη ανάγκη για ανάκαμψη των ποσοστών κερδοφορίας. Έτσι, σε συνέχεια των κινήσεων της τελευταίας 20ετίας, επιχειρείται η επένδυση σε ένα νέο μοντέλο εργαζόμενου, ο οποίος θα είναι ευέλικτος, φθηνός, ειδικευμένος και αναλώσιμος, πειθαρχημένος και πλήρως εξατομικευμένος. Αυτό το νέο μοντέλο εργαζόμενου έρχεται να πραγματώσει ένα διπλό χτύπημα,από την μία στους υλικούς πόρους της εργατικής τάξης με ένταση της εκμετάλλευσής της και από την άλλη στην δυνατότητα της να συσπειρώνεται, να κινητοποιείται και να αντιδρά σε αυτήν την εκμετάλλευση. Μετά και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας οι εργαζόμενοι καλούνται να διαπραγματεύονται εξατομικευμένα τα εργασιακά τους δικαιώματα με τον εργοδότη, πράγμα που αναπόφευκτα οδηγεί σε τριτοκοσμικές εργασιακές συνθήκες και μισθούς πείνας. Η συλλογική πάλη στους κοινωνικούς και  εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές, στις σχολές  προβάλλει λοιπόν πιο αναγκαία από ποτέ.

Η παραπάνω στρατηγική επιλογή υλοποιείται και μέσα από τις τομές και τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρούνται συνολικά στον χώρο της εκπαίδευσης. Αυτές στοχεύουν στην αναίρεση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, στην πλήρη ανατροπή των εργασιακών δικαιωμάτων, στον κατακερματισμό της συλλογικής ταυτότητας της νεολαίας και εν τέλει στην πλήρη αποστείρωση του Πανεπιστημίου από κάθε κινηματική δράση. Παράλληλα, η όξυνση της κρίσης και το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που επιβάλλεται στον ελληνικό λαό εντείνει τους ταξικούς φραγμούς στον εκπαιδευτικό μηχανισμό.  Από το 1990 και ύστερα γίνεται συνεχής και συστηματική προσπάθεια, μέσα από έναν σύνολο νομοθετημάτων, διατάξεων, προτάσεων, ψηφισμένων και μη νόμων, προτεινόμενων συνταγματικών αναθεωρήσεων και προεδρικών διαταγμάτων να επαναδιαμορφωθεί το νέο Πανεπιστήμιο της Κρίσης. Σε αυτό πολύ δύσκολα θα έχουν θέση τα παιδιά των σύγχρονων εξαθλιωμένων εργαζόμενων, ενώ δεν θα έχει καμία θέση ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας (πανεπιστήμιο-εξεταστικό και ερευνητικό κάτεργο, λειτουργία του πανεπιστημίου με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, διόγκωση των επιχειρηματικών πλευρών του), η ύπαρξη ενιαίων πτυχίων με αξία (προώθηση ατομικού φάκελου προσόντων), η ζωντανή κινηματική παρουσία των φοιτητών (εντατικοποίηση, πειθαρχικά, διαγραφές, κατάργηση του ασύλου), η δημιουργία συλλογικά συνειδητών και πολιτικά ενεργών αυριανών εργαζόμενων (πειθάρχηση, εξατομίκευση διπλωμάτων, ατομική αξιολόγηση, μη-ύπαρξη συλλογικού πτυχιούχου μέσω της διάλυσης του πτυχίου, κατάργηση- διασπάσεις μαχόμενων φοιτητικών συλλόγων), η ανεξάρτητη έρευνα (ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, ερευνητικά προγράμματα καθοδηγούμενα από επιχειρήσεις), η ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση (αποκλεισμός φοιτητών από τα όργανα διοίκησης, δημιουργία συμβουλίων ξεκομμένων από τους καθηγητές, εισαγωγή μάνατζερ κλπ).

Με το πλέγμα όλων αυτών των ρυθμίσεων δεν στοχεύεται μόνο μία επίθεση στο Πανεπιστήμιο αυτό καθ’αυτό, αλλά επιπρόσθετα αλλάζουν όλοι οι όροι με τους οποίους οι αυριανοί απόφοιτοι θα ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Οι αλλαγές που επιτελούνται εδώ και πολλά χρόνια σε αυτή ακριβώς την αγορά εργασίας, συνοδεύονται από αλλαγές στον τρόπο εισόδου σε αυτήν των νέων εργαζόμενων. Συνολικός στόχος βεβαίως είναι η μορφοποίηση ενός άκρως ανταγωνιστικού και εκμεταλλευτικού πεδίου παραγωγής και εργασίας σε αυτήν, όπου η διέξοδος του εργαζόμενου θα είναι μόνο ο ατομικός δρόμος και η αποδοχή της ζοφερής πραγματικότητας. Χτυπιέται έτσι η πραγματική διέξοδος των νέων και παλιών εργαζομένων που είναι οι συλλογικοί αγώνες, τα ενεργά κοινωνικά κινήματα και η ριζοσπαστική πρόοδος της κοινωνίας προς μία κατεύθυνση μακριά από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο με σκοπό να τσακίσει κεκτημένα και δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αίμα από το εργατικό, νεολαίστικο και συνολικά το λαικό κίνημα, προτάσει πιο πολύ από ποτέ την αναγκαιότητα για ανασυγκρότηση και μαχητική επανεμφάνιση του λαϊκού κινήματος το επόμενο διάστημα πού όχι μόνο θα αποτρέψει την πρωτοφανή επίθεση αλλά θα διεκδικεί και θα κατακτήσει ένα καλύτερο μέλλον για τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

Γ. Το γεγονός ότι οι φοιτητές συγκροτούνται με σχετική αυτοτέλεια σαν κοινωνικό στρώμα συνεπάγεται πως η σπουδάζουσα και η φοιτητιώσα νεολαία μπορεί και πρέπει να ενοποιείται κάτω από τις συλλογικές της διεκδικήσεις. Η συλλογική δράση των φοιτητών προς αυτήν την κατεύθυνση επιβάλλει και ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για συνένωση τους σε ενεργό φοιτητικό κίνημα. Αυτό περνά μέσα από την συγκρότηση τους και σε επίπεδο δομών και διαδικασιών του φοιτητικού κινήματος, στο επίπεδο του φοιτητικού συνδικαλισμού.

Στις Γενικές Συνελεύσεις του φοιτητικού συλλόγου η δημοκρατικότητα εξασφαλίζεται εφόσον κατοχυρώνονται οι πολιτικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις της. Μια διαδικασία εκφυλίζεται όταν είναι ευάλωτη σε πρακτικές βίας και νοθείας, όπως αυτές στις οποίες μας έχουν συνηθίσει οι καθεστωτικές παρατάξεις της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ τόσα χρόνια. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί συσχετισμοί είναι εκείνοι που κυρίαρχα καθορίζουν αν θα διεξάγεται η Γ.Σ με τον πρέποντα τρόπο ή όχι. Όταν επικρατούν οι καθεστωτικές παρατάξεις, που έχουν στρατηγικό στόχο να αποπολιτικοποιούν και να αδρανοποιούν τον φοιτητικό σύλλογο ώστε να μην παίρνει αγωνιστικές αποφάσεις, τότε φυσικό και επόμενο είναι να μην εξασφαλίζονται οι όροι μιας Γ.Σ που θα επιτρέπουν μια αληθινή πολιτική αντιπαράθεση, η οποία θα καταδεικνύει την ανωτερότητα των επιχειρημάτων των αγωνιστικών έναντι των συντηρητικών δυνάμεων της σχολής. Ωστόσο, μολονότι οι πολιτικοί συσχετισμοί είναι δυσοίωνοι, δεν πρέπει να υποτασσόμαστε σε αυτούς, περιμένοντας να γίνουν τα πράγματα καλύτερα όταν η ΠΑΣΠ και η ΔΑΠ πάψουν επιτέλους να αποπροσανατολίζουν την πολιτική κουβέντα από τα αληθινά της επίδικα. Αντιθέτως, οφείλουμε να προτείνουμε τρόπους βελτίωσης της διαδικασίας της Γ.Σ, κατ'αρχάς υπό τους δεδομένους συσχετισμούς, με προοπτική φυσικά να τους ανατρέψουμε. Στην σημερινή συγκυρία είναι επιτακτική η εκδημοκρατικοποίηση και η ανασυγκρότηση αυτών των δομών και διαδικασιών. Συγκεκριμένα, η Γ.Σ. πρέπει να αναζωογονηθεί και να επανακτήσει τα πολιτικά χαρακτηριστικά της (με πολιτικά προχωρήματα αλλά και με οργανωτικά μέσα), να γίνει το ανώτερο όργανο, ως προς τη δύναμη των αποφάσεων της, να είναι επίκαιρη ως προς τις πολιτικές εξελίξεις και τις φοιτητικές αντιδράσεις, να δίνει τη δυνατότητα για άμεση έκθεση και εξειδίκευση των πολιτικών αντιλήψεων, ώστε η διαδικασία να είναι ουσιαστικά πολιτική, τα ερωτήματα να ανοίγονται στο σύνολο του συλλόγου με γόνιμο τρόπο, η πολιτική και ο συνδικαλισμός να γίνουν ζητήματα του κάθε φοιτητή και όχι των μειοψηφικών κομματικών στρατών.

Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί, σε δεύτερο επίπεδο, να παίρνει αποφάσεις στη βάση των θέσεων του Φοιτητικού Συλλόγου, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από ένα πολιτικό πνεύμα εκφρασμένο μέσα από τις Γ.Σ και από τα ιστορικά κεκτημένα του φοιτητικού κινήματος. Η μάχη, λοιπόν, για μαζικά, ανοιχτά και πολιτικά Διοικητικά Συμβούλια δεν αποτελεί παρά μάχη για αναίρεση των εκλογικών συσχετισμών, στο βαθμό που καθεστωτικές παρατάξεις υπό την πίεση μιας δυναμικής μπορεί να επικυρώσουν αγωνιστικές και προωθητικές για τον Φ.Σ. αποφάσεις καθώς και στο βαθμό που θα μας βρίσκουν αντιμέτωπους με αντιδραστικές αποφάσεις.

Δ. Τα παραπάνω είναι κομβικά για τη δημιουργία των προϋποθέσεων αντίστασης στην επιθετική εκπαιδευτική αναδιάρθρωση με ένα μαχητικό νικηφόρο φοιτητικό κίνημα που θα εγγυάται τα συμφέροντα της θιγόμενης πλειοψηφίας, το οποίο σε συμπόρευση με τους αγώνες των εργαζομένων, θα μπορεί να δημιουργήσει ένα συνολικό λαϊκό κίνημα που θα ανατρέψει την πολιτική της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Υπό αυτό το πρίσμα είναι χρέος μας να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις στην ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος και στην ριζοσπαστικοποίηση του. Πιστεύουμε στην αυτοτέλεια του φοιτητικού κινήματος ως του πιο πρωτοπόρου κομματιού του κινήματος νεολαίας και θεωρούμε ότι είναι ανακαία η επανεμφάνιση του το επόμενο διάστημα για την απόκρουση της επίθεσης που δέχεται η νεολαία. Εμπνεόμαστε από τις πιο οξυμένες του φάσεις (Μάης-Ιούνης 2006, Φλεβάρης-Μάρτης 2007, Δεκέμβρης 2008) και θέλουμε να πρωταγωνιστήσουμε σε αυτό. Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας Αριστεράς ισάξιας των περιστάσεων. Μιας Αριστεράς που κόντρα στην στρατηγική του κράτους για αποδόμηση και αδρανοποίηση του φοιτητικού συνδικαλισμού θα δίνει όλες της τις δυνάμεις της μέσα από τον ανυπόταχτο συνδικαλισμό βάσης. Μιας αριστεράς που θα στηρίζει και θα στηρίζεται στις Γενικές Συνελεύσεις, κόντρα στην απαξίωση των δομών του φοιτητικού κινήματος και που θα παλεύει για την ανασυγκρότηση των συλλογικών διαδικασιών του φοιτητικού κινήματος. Μιας αριστεράς που θα συγκρούεται με τις λογικές του υποταγμένου συνδικαλισμού μέσα στο Πανεπιστήμιο, με λογικές γραφειοκρατικοποίησης, υπονόμευσης και ενσωμάτωσης του φοιτητικού κινήματος και των αιτημάτων του. Μιας αριστεράς, τέλος, που θα καταφέρνει από την μία να δημιουργεί τα πολιτικά εκείνα αναχώματα που είναι αναγκαία για την υπεράσπιση των κεκτημένων  των φοιτητών και από την άλλη θα σφυρηλατεί μία νέα φυσιογνωμία και κουλτούρα αριστερού αγωνιστή.

Για να επιτευχθεί μία πραγματικά αριστερή παρέμβαση με ανεξάρτητο χαρακτήρα μέσα στο πανεπιστήμιο έχουμε ανάγκη για μία άλλη αριστερά. Μία αριστερά που να μπορεί, μέσα από τις πολιτικές και συνδικαλιστικές λειτουργίες της, την ίδια την φυσιογνωμία της και τους αγωνιστές που θα συσπειρώνει να πυροδοτεί νέα κινήματα εργαζόμενων και νεολαίας και συνολική ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Μία αριστερά που θα παλεύει μέσα στις σχολές για τη συγκρότηση ενός αμεσοδημοκρατικού και ανατρεπτικού φοιτητικού κινήματος και θα επιδιώκει την σύνδεση του με τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες όχι σαν απλός συμπαραστάτης, αλλά σαν οργανικό κομμάτι τους για τον κοινό αγώνα ενάντια στη βάρβαρη πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ.

Η αναγκαιότητα να υπάρξει και να δραστηριοποιηθεί το σχήμα της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ βρίσκει έρεισμα και σε ένα πραγματικό πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε στο Φοιτητικό Σύλλογο της Νομικής, το οποίο έχουμε χρέος να καλύψουμε δίνοντας έκφραση και προοπτική στην πάλη για τα συμφέροντα των φοιτητών και της νεολαίας, στην ανασυγκρότηση ενός μάχιμου αριστερού πολιτικού λόγου εντός του κινήματος. Σε ένα πρώτο επίπεδο, εντός του φοιτητικού κινήματος διακρίνονται δυο διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές και μάλιστα αντιπαραθετικές. Η μια συνιστά επί της ουσίας την αποδυνάμωση του φοιτητικού κινήματος και η άλλη την υπεράσπιση του. Η πρώτη αφορά την υπονόμευση της λογικής των συλλογικών αγώνων και των συλλογικών διεκδικήσεων, την προώθησης του ατομικού δρόμου, των ανταγωνισμό μεταξύ φοιτητών και το καναλιζάρισμα του φοιτητικού κινήματος υπέρ εντέλει της αναδιάρθρωσης. Αυτή η στρατηγική εκφράζεται από τις δυνάμεις τις ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ μέσα στα πανεπιστήμια, τις παρατάξεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που χρησιμοποιούνται από αυτά σαν ιμάντες μεταβίβασης της κομματικής γραμμής για να εκπροσωπήσουν και να προωθήσουν τα πολιτικά σχέδια των κυβερνήσεων τους.

Ε. Η δεύτερη εκφράζεται από τις αριστερές παρατάξεις μέσα στο σύλλογο, έπειτα από τη ζύμωση και τη συνεργασία τους. Ωστόσο, επιλέγουμε να παρεμβαίνουμε μέσα από το νέο σχήμα που θα δραστηριοποιείται εντός των ΕΑΑΚ, γιατί όλα αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα από τη δράση καμίας από τις υπάρχουσες παρεμβάσεις της αριστεράς στη σχολή μας. Αρχικά θεωρούμε ότι το σχέδιο της ΚΝΕ, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από την ΠΚΣ και το ΜΑΣ, είναι για το φοιτητικό κίνημα ένα χρεοκοπημένο σχέδιο. Η στρατηγική της διαμαρτυρίας και της μετάθεσης όλων των αιτημάτων του κινήματος στον σοσιαλισμό που απορρέει από την αντίληψη ότι είναι αδύνατον να επιτευχθούν μικρές ή μεγάλες νίκες στον καπιταλισμό είναι ήδη ηττημένη και δεν στοχεύει στη προάσπιση των φοιτητικών συμφερόντων αλλά στην αυτόκεντρη ανάπτυξη αντιμετωπίζοντας τον κόσμο του κινήματος σαν “ψηφοφόρους” για την επιβεβαίωση της ίδιας “της
γραμμής” του κομματος. Ταυτόχρονα η ΠΚΣ δεν αντιλαμβάνεται την αυτοτέλεια του φοιτητικού κινήματος και το διασπά καλώντας μόνο τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών σε μια απλή συστράτευση με το εργατικό κίνημα χωρίς να βλέπει κάτι πέρα από αυτό. Στο άλλο άκρο ακριβώς βρίσκεται το μόρφωμα της ΑΡΕΝ. Από την ίδρυση της η ΑΡΕΝ δεν αποτελούσε τίποτα άλλο παρά την παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ελλείψει ενός πραγματικού πολιτικού σχεδίου που θα προάσπιζε τα συμφέροντα των φοιτητών και θα μπορούσε να πυροδοτήσει τις κινηματικές διαδικασίες, υλοποιούσε ουσιαστικά μια γραμμή ακολουθητισμού στα εαακ αδυνατώντας να υπερκεράσει την μαχητική και μαζική τους γραμμή και να καλύψει κάποιο κενό στους συλλόγους. Επιπλέον η ΑΡΕΝ έχει εμφανίσει επανειλημμένα συνδιαχειριστικά αντανακλαστικά πάνω στην όξυνση του φοιτητικού κινήματος λόγω των στρατηγικών αντιφάσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό αυτής και του μορφώματος που εκπροσωπεί σε σχέση με το αντιαναδιαρθρωτικό ή μη περιεχόμενο.

Όσον αφορά την αντίληψη που πλέον εκπροσωπεί το σχήμα της ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ στην σχολή μας, θεωρούμε ότι τα τελευταία χρόνια γίναμε σταδιακά μάρτυρες ενός εκτροχιασμού της στρατηγικής της τοποθέτησης. Το σχήμα της ΡΑΠαΝ- ΣΑΦΝ, στο οποίο ιστορικά παρενέβαιναν και συνυπήρχαν πολλές οργανωμένες αντιλήψεις αλλά και πλήθος ανένταχτων αγωνιστών, έχει διαμορφώσει τα τελευταία χρόνια πολιτική αντίληψη και φυσιογνωμία που πολύ απέχει από το να εκφράζει τα κεκτημένα αλλά και τη συλλογική κουλτούρα των σχημάτων της ΕΑΑΚ ως μία μάχιμη ριζοσπαστική αριστερή πρόταση στο εσωτερικό της νεολαίας με μαζική και πλειοψηφική απεύθυνση και δημοκρατικότητα στο εσωτερικό της. Εμείς ως ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ δεν εναντιωνόμαστε μόνο σε μία λαθεμένη φυσιογνωμία και σε αδιέξοδες και περιθωριακές πρακτικές. Δεν μπορούμε να  μην αναμετρηθούμε επιπλέον με το τί τελικά εκπροσωπεί η ΡΑΠαN – ΣΑΦΝ ως μόρφωμα με πολιτική αναφορά στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς που φιλοδοξεί να αντιπαρατάξει όχι μόνο εντός του φ.σ. της νομικής, αλλά κι εντός του συνόλου του κινήματος ένα διαφορετικό πολιτικό αντιπρόταγμα που θα μπορεί να συμπυκνώνει όχι μόνο τις μάχες για μια άλλη φοιτητική καθημερινότητα και τη συγκρότηση κινηματικών διαδικασιών αλλά και τη διαμόρφωση μιας αριστερής και αγωνιστικής προοπτικής με πλειοψηφικά χαρακτηριστικά για το σύνολο της νεολαίας.

Με δεδομένο το ξέσπασμα του φοιτητικού κινήματος, εκτιμούμε πως η ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ αδυνατεί να χαράξει την πολιτική γραμμή που θα επιτύχει την επιζητούμενη αναβάθμιση και νέα πολιτικοποίηση  του φοιτητικού κινήματος, την αναγκαία σύνδεση των φοιτητικών αγώνων ενάντια στο νόμο-πλαίσιο με τις ευρύτερες λαϊκές αντιστάσεις απέναντι στη χούντα κυβέρνησης-EE-ΔΝΤ. Η στρεβλή αντίληψη για την αυτόνομη και περιχαρακωμένη συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος  σε συνδυασμό με την εμμονή σε «φοιτητοβαρή» αιτήματα και αναλύσεις είναι βασικά προβληματικά χαρακτηριστικά της ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ. Τα πολιτικά αυτά στοιχεία δρουν ανασταλτικά στην κοινωνικοποίηση του αγώνα των φοιτητών και, κυρίως, έρχονται σε αναντιστοιχία με τις αναζητήσεις της νεολαίας που αγωνιά για το παρόν και το μέλλον της. Σε αυτά τα πλαίσια, ο αντιμνημονιακός και αντικυβερνητικός χαρακτήρας του αγώνα αποτελεί ένα «παρεμπιπτόντως» ζήτημα στη συζήτηση του σχήματος, ενώ καίρια ζητήματα όπως το χρέος, η βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος αλλά και ο πραγματικός χαρακτήρας των αλλαγών στην εκπαίδευση απουσιάζουν από -την εξωστρεφή παρουσία του στις διαδικασίες του Συλλόγου. Συγκεκριμένα, ο λόγος του σχήματος  ξεδιπλώνεται απλά σε μια αντιπαράθεση με το Υπουργείο Παιδείας και το Νόμο, αδυνατώντας να αναβαθμίσει τόσο τους άμεσους στόχους της ανατροπής του Νομοσχεδίου και συνολικά της αντιδραστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης όσο και του συνολικότερου πολιτικού αγώνα που δίνει το ευρύτερο λαϊκό κίνημα για την ανατροπή της κυβέρνησης και της πολιτικής ΕΕ - ΔΝΤ.

ΣΤ. Η αποχώρησή μας από τη ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ δεν περιορίζεται σε μία καταγγελτική στάση αλλά φιλοδοξεί να χαράξει τον δικό της δρόμο μέσα στα αμφιθέατρα της Νομικής και τις μεγάλες διαδρομές του νεολαιίστικου κινήματος, με όχημα και πολιτική μας αφετηρία την Ενιαία Ανεξάρτητη Αριστερή Κίνηση.

Βασισμένοι στην πλούσια κληρονομιά των ΕΑΑΚ και στο μαζικό, αριστερό, ανεξάρτητο πολιτικό δυναμικό των προηγούμενων χρόνων στην σχολή μας και έχοντας πλήρη συναίσθηση των ευθυνών που επωμιζόμαστε απαντώντας στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός πραγματικά αριστερού ανεξάρτητου ριζοσπαστικού πόλου στην σχολή, προχωράμε στην ίδρυση νέου ανεξάρτητου αριστερού σχήματος με το όνομα «ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ». Έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και στο ενεργό φοιτητικό σώμα της σχολής μας είμαστε έτοιμοι να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις μιας αριστερής παρέμβασης στην παρούσα συγκυρία πάλης και ανατροπών.

Οραματιζόμαστε μια αριστερά και ένα  λαϊκό κίνημα, που θα διεκδικούν και θα υπερασπίζονται τα υλικά μας συμφέροντα, που θα διάγουν συνεχώς νέους νικηφόρους αγώνες και θα χτυπούν έμπρακτα και μαχητικά τις σχέσεις εκμετάλλευσης όπου αυτές εμφανίζονται. Οραματιζόμαστε μία άλλη κοινωνία, στα βήματα των αγωνιστών που πάλεψαν και παλεύουν για αυτήν.

Σεπτέμβρης 2010/Νοέβρης 2011



1 σχόλιο:

  1. Τελικά το κείμενο γράφτηκε το 2010 ή το 2011? Διότι απ' όσο ξέρω η ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ δεν υπήρχε πριν το 2011.

    ΑπάντησηΔιαγραφή