Η ΚΡΙΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΕΜΑΣ.
Στην Ευρωπαϊκή
Ένωση κυρίαρχη τάση παραμένει η σωτηρία του Ευρώ με την Ελλάδα μέσα στην
Ευρωζώνη και την επιβολή άγριων αντιλαϊκών μέτρων, παρά τις επιμέρους
διαφοροποιήσεις, οι οποίες δεν εξαντλούνται πια μόνο στο σχήμα
«νότος-βορράς», και εμφανίζονται
στους κύκλους της ΕΕ στα πλαίσια των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο νέος
κύκλος μέτρων που θα εφαρμοστεί από την αρχή της χρονιάς δε θα αρκεστεί στις
χώρες του νότου που έχουν ενταχθεί σε μηχανισμούς στήριξης, αλλά θα επεκταθεί
και στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Χαρακτηριστικά, η δημιουργία από την ΕΚΤ του
μηχανισμού χρηματοδότησης των τραπεζών και διαμέσου αυτών των κρατών του
σκληρού πυρήνα της ΕΕ και του Ευρώ, θα έρθει ως δούρειος ίππος να προσδέσει
ακόμα πιο στενά στο άρμα των κεντρικών ευρω-μηχανισμών τις χώρες-μέλη και θα
δημιουργήσει ένα ακόμα πιο ασφυκτικό πλαίσιο ελέγχου από την ΕΚΤ. Η Ε.Ε. και το Ευρώ αποτελούν στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης για
το ξεπέρασμα της κρίσης και την αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού. Η
δυνατότητα μεταφοράς πιέσεων του διεθνούς ανταγωνισμού από το κεφάλαιο στην
εργασία (η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης), η θωράκιση της αστικής
στρατηγικής δια μέσου της επιβολής-εφαρμογής της από υπερεθνικά κέντρα (ΕΚΤ, Eurogroup) αλλά και η νομισματική σταθερότητα του
ισχυρού ευρώ, που διευκολύνει για κομμάτια του κεφαλαίου τις επενδύσεις στο
εξωτερικό, αποτελούν κατακτήσεις που δεν μπορεί να εγκαταλείψει η ελληνική
αστική τάξη.
Το Μνημόνιο 3
συμπυκνώνει ακριβώς αυτήν την στρατηγική: είναι το πιο σκληρό πακέτο μέτρων
που έχει ψηφιστεί ποτέ, συνεχίζοντας στο δρόμο των σκληρών περικοπών και της
φορολογικής αφαίμαξης των εργαζομένων που χάραξαν τα προηγούμενα μνημόνια,
προωθώντας ακόμα περισσότερο τις ιδιωτικοποιήσεις. Ποιοτική τομή όμως αποτελεί
η ολοκλήρωση της πλήρους αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων (ατομικές
συμβάσεις εργασίας, κατάργηση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με αποκορύφωμα
τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες) και του οριστικού διαζυγίου του κράτους με το
κομμάτι των κοινωνικών παροχών (παιδεία, υγεία, ρεύμα, νερό, συγκοινωνίες).
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη εικόνα: ενός λαϊκού κινήματος
που τα τελευταία δύο χρόνια μπόρεσε να εισβάλλει στο πολιτικό σκηνικό και να αναδείξει πραγματικά τον λαό ως εν δυνάμει
καθοριστικό παράγοντα αυτής της διαδικασίας. Οι μαζικότερες απεργίες και
διαδηλώσεις από τη μεταπολίτευση, οι εικόνες της πλατείας Συντάγματος να
«βουλιάζει» από κόσμο που δε φεύγει παρά τους τόνους χημικών από τις δυνάμεις
καταστολής, οι πρωτότυπες μορφές οργάνωσης (λαϊκές συνελεύσεις, αντιφασιστικές
πρωτοβουλίες, κινήσεις αλληλεγγύης) αλλά και οι ριζοσπαστικές μορφές πάλης
(«δεν πληρώνω», καταλήψεις κτιρίων, υπουργείων) ξεδιπλώθηκαν στο έδαφος της
απονομιμοποίησης των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και στην αδυναμία τους να
εκπροσωπήσουν πλατιά κομμάτια οξύνοντας αυτό το κοινωνικό και πολιτικό ρήγμα.
Εν τέλει κατάφεραν να παγιώσουν μια εικόνα πολιτικής αστάθειας εδώ και 1,5
χρόνο, να μην επιτρέψουν σε κυβερνήσεις συνεργασιών να είναι τόσο ισχυρές όσο
αρχικά φαίνονταν. Οι αγώνες εργαζομένων και νεολαίας μετά τα αποτελέσματα των
εκλογών γνώρισαν σημαντική κάμψη. Η αδυναμία ύπαρξης πολιτικής διεξόδου που θα
έρχεται σε σύγκρουση με τις βασικές συντεταγμένες της αστικής στρατηγικής,
οδήγησε στην καλλιέργεια εκλογικών αυταπατών. Η οριακή ψήφιση του νέου
Μνημονίου από 153 βουλευτές (από 179 της τρικομματικής) δείχνει ότι μόνο η
άνοδος του λαϊκού κινήματος είναι ικανή να προκαλεί σοβαρούς τριγμούς, χωρίς
όμως να ξεπερνά άμεσα τους φραγμούς τόσο στην κινηματική όσο και στην πολιτική
κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Σε αυτές τις συνθήκες, οι δυνατότητες και η
αναγκαιότητα για μια νέα ανώτερη κλιμάκωση της πάλης του λαού και της νεολαίας
και άμεση ανατροπή της κυβέρνησης είναι πιο αναβαθμισμένες από ποτέ. Η
αποδέσμευση λαϊκών στρωμάτων από την αστική στρατηγική αφήνει ανοιχτό πεδίο για
τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ που θα επιβάλλει τις ανάγκες
των εργαζομένων και της νεολαίας ερχόμενο, σε ρήξη με τους αστικούς εκβιασμούς.
Η εικόνα μιας κυβέρνησης συνεργασίας να μην μπορεί να
ψηφίσει εξ ολοκλήρου νόμους (όπως έγινε με τις αποκρατικοποιήσεις) είναι
ενδεικτικές των αντιφάσεων που λόγω της πίεσης του λαϊκού κινήματος υπάρχουν
στο εσωτερικό της, αλλά και εξαιρετικά ισχυρή σε επίπεδο συμβολισμού. Η ΝΔ αποτελεί το βασικό κορμό της
κυβέρνησης και του σκληρού μεταρρυθμιστικού πόλου στο αναδυόμενο πολιτικό
σύστημα. Η όποια νομιμοποίηση που αντλεί στηρίζεται κυρίαρχα στην αποδοχή πως
δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος έξω από τις κατευθύνσεις της ΕΕ ενώ φαίνεται
και ως ο κεντρικός πόλος μιας ευρύτερης δεξιάς παράταξης φιλοευρωπαϊκών
δυνάμεων που προσπαθεί να συγκροτηθεί, χώρος που θα εκφράσει με τον πιο καθαρό
πολιτικά τρόπο την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που επιβάλλουν αυτή τη στιγμή
ΕΕ και ΔΝΤ. Την ίδια στιγμή, το ΠΑΣΟΚ
βιώνει την περίοδο της πραγματικής κατάρρευσης και διάλυσής του. Η εικόνα του
ως κόμμα που ανέβηκε στην εξουσία με φιλολαϊκό προφίλ απέναντι στη «σκληρή δεξιά»
και κατέληξε να προωθεί την αστική
πολιτική τα τελευταία τριάντα χρόνια και να εκκινά τη διαδικασία των μνημονίων
στην Ελλάδα, οδήγησε κάτω από την πίεση των λαϊκών αγώνων στη διάλυση των
σχέσεων εκπροσώπησης που είχαν συγκροτηθεί με μεγάλο κομμάτι του λαού και των
κατώτερων στρωμάτων. Η ΔΗΜΑΡ, δύναμη
κατ’ επίφαση αριστερή, με τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση έβαλε το χέρι της
στην «επιχείρηση καλλωπισμού» της κυβέρνησης ώστε να είναι «μακράς πνοής» για
να καταφέρει να τσακίσει τα κοινωνικά δικαιώματα και να πετύχει ένα ισχυρό
πλήγμα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Η οικονομική βία που προωθούν Κυβέρνηση – ΕΕ – ΔΝΤ απαιτεί ως συμπλήρωμα την αυταρχική θωράκιση του κρατικού μηχανισμού,
τόσο του σκληρού πυρήνα, όσο και των παρακρατικών παρακλαδιών. Αυτό
επιτυγχάνεται μέσα από την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών, τη σκλήρυνση
της νομοθεσίας απέναντι στους αγώνες (κάθε απεργία κρίνεται
παράνομη/καταχρηστική) και τους αγωνιστές. Ο ρόλος της αστυνομίας αναβαθμίζεται
αποτελώντας βασικό κλάδο υλοποίησης της αστικής στρατηγικής, τρομοκρατώντας και
καταστέλλοντας. Ταυτόχρονα το αναδυόμενο αστικό πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη τη
συνολική μετατόπιση της δημόσιας σφαίρας «προς τα δεξιά», με τάσεις εκφασισμού
της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Πλάι σ’ αυτά υπάρχει μια άνευ προηγουμένου
ένταση της εργοδοτικής τρομοκρατίας στους χώρους δουλείας. Αυτή η τάση για μια
αυταρχική στροφή διαρκείας σε βάρος της εργασίας, για συνολική κοινωνική
βαρβαρότητα, δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων κύκλων ή κάποιο
αυτόματο αποτέλεσμα των αρνητικών συσχετισμών δεν αποτελεί κάποιου είδους
«εκτροπή της αστικής δημοκρατίας». Αποτελεί την ουσιαστική, θεμελιώδη και
αναγκαία πλευρά των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της σύγχρονης καπιταλιστικής
κοινωνίας.
Η νεοναζιστική Χρυσή
Αυγή αποτελεί γέννημα του νέου αστικού συστήματος, που απολαμβάνει μια
έντεχνη προστασία και χρήση από τον κρατικό μηχανισμό και τα αστικά πολιτικά
κόμματα. Συνεχίζοντας να αποτελεί μακρύ χέρι της κρατικής καταστολής, αποκτά
σταδιακά τη δική της αυτοτέλεια αλλά και διεισδύει στους κρατικούς μηχανισμούς,
ιδιαίτερα στην αστυνομία. Αποτελεί τον εκφραστή και υλοποιητή του αυταρχικού
κρατισμού, χωρίς προφάσεις νομιμότητας και νομιμοποίησης, στρεφόμενη πλέον όχι
μόνο απέναντι στους μετανάστες αλλά και απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Αξιοποιείται
με πολυποίκιλους τρόπους: με το χτύπημα των αγωνιστών και των πιο αδύναμων
κομματιών της πληττόμενης πλειοψηφίας, τη μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας σε
αντιδραστική βάση, την προσφορά φθηνού ελληνικού εργατικού δυναμικού στους
εργοδότες (γραφεία ευρέσεως εργασίας) πέραν της πολιτικής στήριξης που τους
παρέχει, την ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων με την παρουσίαση της ως μια
«αντισυστημική»- αντιμνημονιακή δύναμη που θα τιμωρήσει τους «κλέφτες
πολιτικούς» και την συγκρότηση ενός συστήματος αξιών που έχει ως υπόβαθρο τις
συνέπειες της κρίσης και βασίζεται στη λογική του ενδοταξικού εμφυλίου,
πατώντας πάνω σε αντιαριστερό υπόστρωμα. Όπως και να έχει, η Χρυσή Αυγή
συνεχίζει να συγκροτεί δεσμούς με σημαντικές μερίδες του λαού, ιδιαίτερα στη
νεολαία, αξιοποιώντας την εικόνα του αντισυστημικού αλλά και ριζοσπαστικού
κόμματος, ποντάροντας πάνω στην εξαθλίωση και την οργή, την ίδια στιγμή που
κεντρικά στηρίζει σε κομβικά ζητήματα
την κυβέρνηση (Αγροτική Τράπεζα, φορολόγηση εφοπλιστών) και ετοιμάζεται να
αξιοποιηθεί ως μηχανισμός επίθεσης στο λαϊκό κίνημα και τις μαχόμενες δυνάμεις
τις αριστεράς. Έχει έρθει λοιπόν η ώρα για το αντίπαλό κομμάτι να συγκροτηθεί.
Το νεολαιίστικο και λαϊκό κίνημα πρέπει οργανωμένα να προστατεύσει τους αγώνες του
και τη δημοκρατία του ενάντια στην κρατική και φασιστική τρομοκρατία. Πρέπει να
συγκροτηθεί και να εκφραστεί (αλλά και να αποκτήσει πολιτική και οργανωτική
κάλυψη) μέσα από αντιφασιστικές πρωτοβουλίες σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σχολή,
όπου υπάρχει ανάγκη.
Στον αντίποδα αυτής της πλευράς, οι δυνάμεις της αριστεράς
είναι αυτές που έχουν την ευθύνη όχι μόνο να εκφράσουν ένα κόσμο που αντιδρά
και εξοργίζεται απ’ τη ζωή που του επιβάλλουν, αλλά κυρίως να θέσουν ένα
πολιτικό σχέδιο που είναι ικανό να αλλάξει τη ρότα των πραγμάτων. Αυτή τη
στιγμή, όμως, φαίνονται ανεπαρκείς. Ο ΣΥΡΙΖΑ,
μπορεί να αποτελεί εκλογικά τη μεγάλη δύναμη της αριστεράς, ωστόσο έχει ένα
πολιτικό σχέδιο που αρνείται να αναμετρηθεί με τους βασικούς πυλώνες της
αστικής στρατηγικής: χρέος, ΕΕ, Ευρώ καθώς και τον κοινοβουλευτικό δρόμο και
την αστική νομιμότητα. Στην επόμενη φάση, η αστική τάξη στην Ελλάδα
προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει τον έτερο πόλο ενός
νέου διπολισμού στο αναδυόμενο πολιτικό σύστημα. Αυτό περνάει από την
προσπάθεια για βαθύτερη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα, κάτι που σε δεύτερο
επίπεδο θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση του μέρους του κινήματος που έχει
εναποθέσει τις ελπίδες του σε αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για το
μαζικό κίνημα επιφυλάσσει συμπληρωματικό και όχι καθοριστικό ρόλο. Το ΚΚΕ αν και συμμετέχει και συμβάλλει στους αγώνες με προϋπόθεση την εξασφάλιση
της ηγεμονίας σε αυτούς και παρά τη συνέπεια του σε αντι-ΕΕ θέσεις, βρίσκεται
σε στρατηγική αμηχανία, βλέποντας την υποχώρηση των δυνάμεων του μετά τις
εκλογές, ενώ η κίνησή του περιορίζεται στους μεμονωμένους κοινωνικούς χώρους
που συγκροτεί δυνάμεις. Αδυνατεί να δώσει άμεση προοπτική στο λαό, καθώς δεν
αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα ενωτικής-μετωπικής συγκρότησης γύρω από τη ρήξη
με τις επιλογές του αστικού συνασπισμού εξουσίας (Ευρώ, ΕΕ, χρέος). Η αδυναμία
του αυτή το έχει οδηγήσει σε μία προσαρμογή των στόχων του σε μια φαινομενική
διεκδίκηση βραχυπρόθεσμων στόχων ανακούφισης την ίδια στιγμή που αναγάγει τα
πάντα στην λαϊκή εξουσία και τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε». Και οι δύο λογικές
δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, της αδυναμίας
δηλαδή σύνδεσης των άμεσων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της πληττόμενης
πλειοψηφίας και της χάραξης πολιτικών στόχων ανατροπής στο σήμερα και της
συγκρότησης αγωνιστικού μετώπου ρήξης κι ανατροπής.
Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ – Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η νεολαία αποτελεί ένα από τα βασικά θύματα
της αστικής προσπάθειας υπέρβασης της κρίσης. Κομμάτι αυτής της προσπάθειας
είναι και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που στόχο έχει τη περεταίρω ευθυγράμμιση
του Πανεπιστημίου με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής – τόσο μέσω της
έρευνας όσο, κυρίαρχα, μέσω της διαμόρφωσης ενός νέου μοντέλου εργαζόμενου στη
βάση των νέων αναγκών του κεφαλαίου. Παράλληλα, η διαμόρφωση όρων ανάσχεσης της
πτώσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου εξυπηρετείται και μέσα από την απόσυρση
του κράτους από τη χρηματοδότηση πολλών όψεων λειτουργίας του
εκπαιδευτικού μηχανισμού. Η γενιά μας,
λοιπόν, προορίζεται είτε να γίνει η γενιά της μετανάστευσης και της ανεργίας
είτε αυτή της αποδοχής όρων δουλειάς που θα θυμίζουν μεσαίωνα, να ενσωματώσει
δηλαδή ένα νέο μοντέλο εργαζομένου: Ευέλικτου,
με πολύ πιο ελαστικές σχέσεις εργασίας (βλ. σταδιακή συρρίκνωση των μορφών σταθερής
απασχόλησης και αντικατάσταση τους από ευέλικτες μορφές εργασίας). Φθηνού (βλ. καθιέρωση της πολιτικής λιτότητας, με μισθούς
πείνας, στα όρια της φτώχειας και παράλληλα, με βαριές φορολογικές και
ασφαλιστικές υποχρεώσεις εν αντιθέσει με τις δυνάμεις του κεφαλαίου κ.ά). Ειδικευμένου και αναλώσιμου, ο οποίος
δε θα έχει διευρυμένη αντίληψη του εργασιακού του αντικειμένου και ο οποίος ως
εκ τούτου δε μπορεί να «στεριώσει» μακροπρόθεσμα σε μια θέση εργασίας
(χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εργαζόμενοι στον κλάδο πληροφορικής που μετά από
μια περίοδο κορεσμού του επαγγέλματος έχουν εκτινάξει τα ποσοστά ανεργίας
τους). Κινητικού, ο οποίος θα
μπαίνει σε έναν ατέρμονο κύκλο επανακατάρτισης και ατομικής συλλογής προσόντων
μόνο και μόνο για να είναι πιο ανταγωνιστικός ως προς τους συναδέλφους του. Πειθαρχημένου και υπάκουου, που θα
δέχεται ως αντικειμενική και ουδέτερη την ιεραρχία όπου και αν αυτή ασκείται
και θα αρνείται να αμφισβητήσει οποιαδήποτε «αυθεντία», εργοδοτική ή μη. Εξατομικευμένου, με παντελή έλλειψη συλλογικών
κατοχυρώσεων και αναπαραστάσεων, στην προοπτική ατομικής, και άρα
αναποτελεσματικής, διαχείρισης της πραγματικότητας που βιώνει. Αυτό το μοντέλο
εργαζόμενου είναι δεδομένο ότι απαιτεί και ένα άλλο πρότυπο εκπαίδευσης.
Χρειάζεται, δηλαδή, ένα πανεπιστήμιο στο οποίο θα έχουν τσακιστεί οι
αντιστάσεις του φοιτητικού κινήματος και τα δικαιώματα που είχε κατακτήσει μέσα
από του αγώνες του. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο έρχεται να επιτελέσει ο νόμος
Αρβανιτόπουλου – συμπλήρωμα στο νόμο Διαμαντοπούλου αλλά και όλα τα μέτρα που
αφορούν τα πανεπιστήμια:
· Κατάργηση
του δημοσίου – δωρεάν χαρακτήρα εκπαίδευσης
Στα
πλαίσια της σκληρής δημοσιονομικής
προσαρμογής, της εφαρμογής της ίδιας της μνημονιακής πολιτικής στην εκπαίδευση,
το κράτος επιχειρεί να απομακρυνθεί από την χρηματοδότηση μιας σειράς επιμέρους
λειτουργιών του Πανεπιστημίου. Αυτό
οδηγεί τα ΑΕΙ-ΤΕΙ στην αναζήτηση πόρων από ιδιώτες ώστε να καλύψουν τις
λειτουργίες και τις δαπάνες αυτές. Η ολοένα και μεγαλύτερη μετακύλυση του
κόστους σπουδών στους φοιτητές επιτελείται μέσα από την κατάργηση των
συγγραμμάτων, την επιβολή διδάκτρων, το πέρασμα των υπηρεσιών σίτισης –
στέγασης σε ιδιώτες. Η πολιτική αυτή εντείνει στο έπακρο τους ταξικούς φραγμούς
και δυσχεραίνει τόσο τη συνέχιση της φοίτησης για τα παιδιά των πιο πληττόμενων
από την μνημονιακή πολιτική κομματιών της κοινωνίας όσο και τη διαδικασία
ένταξής τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γίνεται αντιληπτό ότι την εποχή της
κρίσης το κεφάλαιο θέλει να κάνει απαγορευτικό το δικαίωμα της εισαγωγής των
λαϊκών στρωμάτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
·Ένταση
της επιχειρηματικής και ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των ιδρυμάτων
Άλλος
ένας βασικός στόχος του νόμου-πλαίσιο είναι η υλοποίηση και επιτάχυνση της
επιχειρηματικοποίησης και ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, δηλαδή την οργανική και
στενή συνδεσή του με την αγορά και τις επιδιώξεις του κεφαλαίου. Πιο
συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ συνδέεται άμεσα με την ανταπόκριση
στα κριτήρια της αξιολόγησης. Προφανώς, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της περικοπής
της χρηματοδότησης, μεθοδεύεται η ευθυγράμμιση των ιδρυμάτων με τη στρατηγική
του κεφαλαίου και με τις επιδιώξεις της αγοράς, διαδικασία που είναι
συνυφασμένη με την κατάργηση και συγχώνευση τμημάτων και σχολών. Πράγμα που δεν
περιορίζεται στις διοικητικές υπηρεσίες αλλά και καθιερώνεται σε κυρίαρχες
όψεις του Πανεπιστημίου, δηλαδή στην αποδοτικότερη για το κεφάλαιο οργάνωση της
παραγωγής της έρευνας και της παραγόμενης γνώσης. Πλάι σ’ αυτά
συμπεριλαμβάνεται ακόμα και η χρηματοδότηση θέσεων και γνωστικών αντικειμένων
από ιδιώτες. Τέλος, στα νέα μέτρα περιλαμβάνονται και οι λειτουργίες όπως
φοιτητικά δάνεια που θα συνδέονται με την απόδοση των φοιτητών και την προσφορά
εργασίας τους στο Πανεπιστήμιο.
·Τσάκισμα των επαγγελματικών και εργασιακών
δικαιωμάτων των φοιτητών
Ο νόμος διασπά επί της
ουσίας την ενιαιότητα των τίτλων σπουδών με την εισαγωγή τριών διαφορετικών
κύκλων φοίτησης (bachelor, master, doctora) ενώ διασπά επίσης και την
ενιαιότητα των γνωστικών αντικειμένων. Εισάγει τον φοιτητή σε μια πλήρως εξατομικευμένη
διαδικασία σπουδών καθώς καταργεί τον ενιαίο τίτλο σπουδών, το πτυχίο, και
εισάγει το σύστημα απόδοσης πιστωτικών μονάδων και του ατομικού φακέλου
προσόντων, έτσι πλέον ο απόφοιτος θα βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία
ανταγωνισμού, ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή συλλογικής κατοχύρωσης. Η αλλαγή
αυτή έρχεται στο φόντο της δημιουργίας του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, δηλαδή
ενός θεσμού που θα αλλάξει την κατανομή όλης της νέας γενιάς στην εργασία:
πλέον ο νέος απόφοιτος δεν θα διαπραγματεύεται την ένταξη στην εργασία με βάση
το ενιαίο πτυχίο, αλλά με βάση την κατάταξή του στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων,
ανάλογα δηλαδή με τους τίτλους σπουδών που θα έχει καταφέρει να μαζέψει - σεμινάρια,
ξένες γλώσσες, πτυχία από ιδιωτικά πανεπιστήμια, η προώθηση της δια βίου
μάθησης με σεμινάρια υψηλού κόστους (ήδη η πλειοψηφία των σχολών έχει ξεκινήσει
κινήσεις τέτοιου είδους). Αυτή η κίνηση έρχεται όχι μόνο να απαξιώσει το ενιαίο
πτυχίο, αλλά παράλληλα να επικυρώσει με πλάγιο τρόπο την απονομή τίτλων σπουδών
από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και να εντείνει τον ανταγωνισμό, καθώς θα
αναγκαζόμαστε να μαζεύουμε συνεχώς πτυχία για να έχουμε απλά περισσότερες
πιθανότητες να επιβιώσουμε στη σύγχρονη εργασιακή ζούγκλα.
·Διαμόρφωση
ενός ακόμα πιο αντιδραστικού μοντέλου διοίκησης και λειτουργίας των ιδρυμάτων
Στην
κατεύθυνση αυταρχικοποίησης της λειτουργίας των πανεπιστημίων εντάσσεται και η αυταρχικοποίηση
– θωράκιση των διοικήσεων. Ο διορισμός των νέων διοικήσεων από τα Συμβούλια
Διοίκησης διαμορφώνουν ένα ευνοϊκό πεδίο για την προώθηση – υλοποίηση της
αντιδραστικής πολιτικής στα πανεπιστήμια, την αυταρχικοποίησή τους αλλά και την
περεταίρω πρόσδεση στις ανάγκες της αγοράς.
Το συμβούλιο αυτό θα συγκεντρώνει όλες τις οικονομικές και διοικητικές
αρμοδιότητες των ιδρυμάτων και θα είναι θωρακισμένο απέναντι στη φωνή των
φοιτητών. Προφανώς, αυτό συνεπάγεται και μια επίθεση σε όλα τα δικαιώματα και
της κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος. Η ύπαρξη ενός φοιτητή εκπροσώπου και
μάλιστα εκλεγμένου από ενιαία λίστα παρακάμπτει πλήρως τους φοιτητικούς
συλλόγους και τις δικές τους αποφάσεις, αποκλείοντας τους και θεσμικά από τη
διοίκηση του πανεπιστημίου. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση θα καταφέρνει να
προωθεί αναίμακτα τις εκάστοτε αναδιαρθρωτικές τομές, θωρακιζόμενη απέναντι
στις φοιτητικές αντιστάσεις. Η στοχοποίηση των αγωνιζόμενων φοιτητών και
καθηγητών (διώξεις Πατέλη, Πολίτη, πειθαρχικά φοιτητών στο Ηράκλειο) και η
προσπάθεια καταδίκης τους με κάθε μέσο αναδεικνύει την ένταση της προσπάθειας
τρομοκράτησης του εκπαιδευτικού κινήματος που «πάει πακέτο» με την ένταση της
καταστολής του λαϊκού κινήματος.
·Αυταρχικοποίηση της Λειτουργίας του
Πανεπιστημίου και Εντατικοποίηση των Σπουδών
Διαγραφή φοιτητών στα ν+2
χρόνια ή μετά την επανειλημμένη αποτυχία σε ένα μάθημα και πειθαρχικά μέτρα
εναντίον των φοιτητών. Προαπαιτούμενα, αλυσίδες μαθημάτων, υποχρεωτικές
παρακολουθήσεις. Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα δημιουργήσουν ένα αυταρχικό
πανεπιστήμιο με φοιτητές - ρομποτάκια πλήρως πειθαρχημένους χωρίς δικαιώματα
και ελεύθερο χρόνο, απομακρυσμένων από τις συλλογικές διαδικασίες και με
αδυναμία να πάρουν πτυχίο αν εργάζονται, οδηγώντας τους στην εξατομίκευση.
·Κατάργηση
του Ασύλου
Καταργείται ο θεσμός του
ασύλου, ένας θεσμός κατάκτηση του λαϊκού κινήματος, προκειμένου να αποφευχθεί η
συγκρότηση πολιτικά επικίνδυνων κινημάτων και ριζοσπαστικών πρακτικών. Σκοπός
της κατάργησης είναι επίσης, να σταματήσουν τα πανεπιστήμια να αποτελούν κέντρα
αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής και προάσπισης των φοιτητικών και λαϊκών
αγώνων. Το φοιτητικό και ευρύτερα το λαϊκό κίνημα θα υπερασπιστεί και θα
κατοχυρώσει το άσυλο στην πράξη.
Τα ΤΕΙ αποτελούν το
πρώτο θύμα αυτής της πολιτικής, αφού μέσα σε δύο χρόνια οι προϋπολογισμοί έχουν μειωθεί πάνω από 50%
συρρικνώνοντας την εκπαιδευτική διαδικασία (μείωση και απόλυση έκτακτων
καθηγητών, μείωση ωρών στα εργαστήρια, λίστες αναμονής, γεμάτες αίθουσες κοκ),
δεν υπάρχουν χρήματα ούτε για αναλώσιμα υλικά (χαρτί κλπ) με αποτέλεσμα οι
σπουδαστές να πληρώνουμε τις εργαστηριακές σημειώσεις ,ακόμα και τα σχεδιαστικά
(πάνω από 50 ευρώ) ενώ επί της ουσίας το δικαίωμα στην στέγαση έχει καταργηθεί
αφού πλέον οι εστίες του ΕΚΠΑ και της ΑΣΣΟΕ δεν δέχονται κανένα φοιτητή από τα
ΤΕΙ, με αποτέλεσμα αρκετοί φοιτητές να είναι στο δρόμο ή να παρατάνε τις
σπουδές τους.
Σε αυτή την νέα περίοδο που το ζήτημα επιβίωσης αγκαλιάζει
όλο και μεγαλύτερα κομμάτια τις σπουδάζουσας νεολαίας, το ζήτημα της φοιτητικής μέριμνας (σίτιση-στέγαση-συγγράμματα)
είναι κομβικό για το φοιτητικό κίνημα. Το επόμενο διάστημα η ΕΑΑΚ θα πρέπει να είναι
μέσα στους συλλόγους, πρωτοπόρα στη μάχη ενάντια στις περικοπές της φοιτητικής
μέριμνας και σε δυναμικές κινητοποιήσεις (π.χ καταλήψεις λεσχών σίτισης) που θα
κατοχυρώνουν στην πράξη συγκεκριμένες κατακτήσεις.
Η έναρξη της νέας χρονιάς σηματοδοτήθηκε
από την εκ νέου εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος, το οποίο μέσα από την πάλη
του, έδωσε καύσιμα για περαιτέρω όξυνση στις επικείμενες μάχες. Από τη μία, η
πάλη για να μην περάσει τις πύλες του Πανεπιστημίου το Μνημόνιο της Παιδείας,
έχει καταφέρει να μπλοκάρει σ’ ένα βαθμό μία σειρά τομών για το κεφάλαιο, όπως
την εκλογή ΣΔ. Μετά από αυτό το πρώτο βήμα, το φοιτητικό κίνημα πρέπει να
συνεχίσει μέχρι την ανατροπή του νόμου. Ταυτόχρονα μέσα από μαζικούς γύρους
συνελεύσεων το φοιτητικό κίνημα κατάφερε και συνεχίζει να βρίσκεται ενεργά στο
πλάι του εργατικού κινήματος, στα πλαίσια του λαϊκού ξεσηκωμού για την ανατροπή
της μαύρης συγκυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη
βαθύτερη συμμαχία της σπουδάζουσας νεολαίας που μπορεί και πρέπει να χτιστεί με
τους εργαζόμενους.
ΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΝΕΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
Απέναντι
στην αντιδραστική πολιτική Κυβερνήσεων – ΕΕ που διαλύει το παρόν και
προετοιμάζει ένα εφιαλτικό μέλλον, καταστρατηγώντας τα σύγχρονα δικαιώματα σε
εκπαίδευση και εργασία, η κλιμάκωση της πάλης της σπουδάζουσας νεολαίας είναι
επιτακτική ανάγκη να συνοδευτεί από την ανασυγκρότηση και ανάταση του
Φοιτητικού Κινήματος. Ένα φοιτητικό κίνημα
που θα παλεύει ενάντια στην καταστρατήγηση της δημόσιας και δωρεάν
εκπαίδευσης και στον εργασιακό μεσαίωνα που μας ετοιμάζουν. Αυτή τη στιγμή η
νεολαία βρίσκεται σ’ ένα σημαντικό μεταίχμιο: αυτό της βίαιης εξατομίκευσης ή
του συλλογικού αγώνα. Απέναντι στον ατομικισμό και την αυταπάτη της
μετανάστευσης ως λύση, θα γίνουμε η γενιά που θα παλέψει για το δικαίωμά της να
σπουδάσει, για το δικαίωμά της να εργαστεί, για το δικαίωμά της να μην αφήσει
τον χώρο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αυτός
ο αγώνας του Φοιτητικού θα πρέπει να ενοποιηθεί με τον ηρωικό αγώνα του
εργατικού, λαϊκού κινήματος ενάντια στα νέα μέτρα και το σφαγείο Κυβέρνησης –
ΕΕ – ΔΝΤ.
ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ ΓΙΑ
ΕΝΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ:
Αντικυβερνητικό, αντιμνημονιακό, αντιΕΕ, ανατρεπτικό,
αντιαναδιαρθρωτικό, που θα διαμορφώνει ένα πλειοψηφικό ρεύμα
αμφισβήτησης, που θα αρνείται το μέλλον ανεργίας και μετανάστευσης που
διαμορφώνουν για τη γενιά μας, που θα αρνείται να ζήσει σ’ ένα πανεπιστήμιο
όπως αυτό που περιγράφουν οι νόμοι Αρβανιτόπουλου-Διαμαντοπούλου και τα νέα
μέτρα. Αντικυβερνητικό στη βάση της αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική
στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, το μπλοκάρισμά της και την ανατροπή της, αλλά
και στη βάση της αντιπαράθεσης με τη μνημονιακή πολιτική μαζί με το λαό, που θα
ανατρέψει κυβέρνηση και μνημόνια. Με αντιΕΕ στίγμα από τη σκοπιά της
σύγκρουσης με όλες τις πολιτικές επιλογές της ΕΕ για το χώρο της εκπαίδευσης
(Μπολόνια, Λισαβόνα,ΚΕΧΑΕΕ), τη συνολικότερη αντιλαϊκή μνημονιακή πολιτική αλλά
και από τη διαμόρφωση της συνείδησης ότι άλλη πορεία για την Ελλάδα χωρίς να
απεμπλακεί από την πολιτική της ΕΕ δεν υπάρχει. Έμφαση σε μια διαδικασία με
κινηματικό και όχι διαχειριστικό χαρακτήρα, με συμβολή του κάθε φοιτητή σε όλες
τις δράσεις και τις κινητοποιήσεις, και όχι με τη λογική της ανάθεσης είτε σ’
ένα πολιτικό δυναμικό είτε σε μια κυβέρνηση που ως «από μηχανής θεός» θα
καταργήσει αυτές τις κατευθύνσεις. Περιγραφή ενός ανατρεπτικού φοιτητικού
κινήματος γιατί η επανεμφάνισή του στο προσκήνιο, η συντριβή της αναδιάρθρωσης
θα απελευθερώσει μια δυναμική συνολικά στο χώρο της νεολαίας που θα είναι ικανή
να εμφανίσει τη γενιά μας στο δρόμο με αίτημα την ανατροπή όλης αυτής της
πολιτικής της κοινωνικής βαρβαρότητας που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Μετωπικό και Σύμμαχο με το σύνολο των χώρων της εκπαίδευσης. Που θα
αποτελεί τον κρίκο ενοποίησης των επιμέρους αγώνων της νεολαίας, για την
εμφάνιση ενός ριζοσπαστικού πα νεολαιίστικου κινήματος κόντρα στην πολυδιάσπαση
της. Που θα προσπαθεί να συντονίζεται με
άλλες αγωνιζόμενες μερίδες της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Που θα παλεύει
για έναν ενιαίο και δημοκρατικό συντονισμό των φοιτητικών και σπουδαστικών
συλλόγων, που θα προσπαθεί να συντονίζεται με άλλες αγωνιζόμενες μερίδες της
εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Φοιτητικό κίνημα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ γιατί τα
συμφέροντα φοιτητών-σπουδαστών είναι κοινά, κοινά με τις ανάγκες και τα
δικαιώματα των εργαζομένων και όχι του καθηγητικού κατεστημένου. Με απεύθυνση
και κάλεσμα σε κοινό αγώνα προς το μαθητικό κίνημα και τους μαθητές που προετοιμάζονται
να γίνουν η γενιά της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης
Αμεσοδημοκρατικό και ανεξάρτητο, που θα δημιουργεί τις δικές του μορφές
οργάνωσης, αυτοτελείς και ανεξάρτητες από την κατεστημένη πολιτική των
εκπροσώπων και των επιτελείων, που θα στηρίζεται στις γενικές συνελεύσεις και
στις συντονιστικές τους επιτροπές όπου οι ίδιοι οι φοιτητές θα παράγουν
πολιτική με βάση τις ανάγκες και τα δικαιώματα τους. Που λειτουργεί σαν ζωντανό
κύτταρο πολιτικής και ζύμωσης του κόσμου του αγώνα, του κάθε αγωνιστή που θα
κάνει κτήμα του το συλλογικό συμπέρασμα στη βάση της συνδιαμόρφωσης και της
σύνθεσης. Που θα συνδυάζει την παράδοση του νικηφόρου τριπτύχου
Συνελεύσεις-Καταλήψεις- Διαδηλώσεις με νέες πολυποίκιλες μορφές που
αναδείχτηκαν και στη μάχη των πλατειών.
Πανελλαδικό, που θα ενοποιεί το σύνολο της σπουδάζουσας νεολαίας
πάνω στη βάση των κοινών αναγκών και δικαιωμάτων της, ενώ θα δρα ενάντια σε
κάθε προσπάθεια των καθεστωτικών παρατάξεων να διαπραγματευτούν, στο όνομα του
φοιτητικού κινήματος, τους όρους υποταγής των φοιτητών. Κόντρα στη λογική της
ΔΑΠ για συγκρότηση του ΕΣΥΦ (Εθνικό Συμβούλιο Φοιτητών), με ένα φοιτητικό
κίνημα διαρκείας του οποίου η πανελλαδική δράση θα κατοχυρώνεται μέσα από τις
ανοιχτές διαδικασίες του πανελλαδικού Συντονιστικού Γενικών Συνελεύσεων, καθώς
και των ανοιχτών συντονιστικών επιτροπών τους σε περίοδο όξυνσης. Ενός
φοιτητικού κινήματος που θα συμβάλλει στο συνεχή συντονισμό των Γενικών
Συνελεύσεων και στην ποιοτική αναβάθμιση του Πανελλαδικού Συντονιστικού.
Ενάντια σε οποιαδήποτε προσπάθεια συγκρότησης της ΕΦΕΕ και των τοπικών οργάνων
της που θα κινείται στην προοπτική γραφειοκρατικοποίησης του φοιτητικού
κινήματος και των διαδικασιών του και θα παίζει το ρόλο επίσημου συνομιλητή με
την κυβέρνηση. Ένα φοιτητικό κίνημα που θα συγκροτείται σε ζωντανούς
φοιτητικούς συλλόγους, με κοινό δημοκρατικό εκλογικό κανονισμό.
Πολύμορφο,
που θα αξιοποιεί και θα συνθέτει όλο τον πλούτο των αγωνιστικών πρωτοβουλιών
στο εσωτερικό των σχολών. Που θα συντονίζεται και θα επικοινωνεί με όλα τα
πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που αυτά
πολλαπλασιάζονται λόγω της κρίσης. Που δίνει ριζοσπαστική προοπτική στη
δημιουργικότητα μέσα από ζωντανές διαδικασίες και δρώμενα. Που θα
πειραματίζεται με δράσεις αλληλεγγύης στο εσωτερικό των φοιτητικών συλλόγων,
και θα ανοίγει αντίστοιχα το ζήτημα του φασισμού συνολικά στη νεολαία.
Βασικός μοχλός
και πυροκροτητής του φοιτητικού κινήματος αποτελεί το επιτυχημένο εγχείρημα των
σχημάτων της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης. Με ξεκάθαρο ηγεμονικό –
πρωτοπόρο ρόλο στις πρόσφατες μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του, με διακριτό,
ριζοσπαστικό και ανεξάρτητο λόγο και παρέμβαση μέσα στις σχολές κόντρα στις
συντεχνιακές λογικές, κόντρα στις παρατάξεις – ιμάντες μεταβίβασης κομματικών
οδηγιών. Με πρόταση κοινής δράσης και πρωτοβουλιών αγώνα σε όλες τις
ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις στο εσωτερικό των φοιτητικών συλλόγων αλλά και
στους ανένταχτους αριστερούς φοιτητές, για την οικοδόμηση ενός φοιτητικού
κινήματος ανατροπής του μνημονίου της εκπαίδευσης και συνολικά της μνημονιακής
πολιτικής.
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΡΗΞΗΣ ΚΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ– ΕΕ – ΔΝΤ
Μπροστά στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού και τις
εκρηκτικές καταστάσεις που δημιουργεί η κρίση αλλά και με τους αγώνες που
αναπτύχθηκαν, όλα είναι διαφορετικά. Όλα δείχνουν πως μπαίνουμε στην καρδιά
μιας αναμέτρησης που όμοιά της δεν έχει ξαναγνωρίσει η Ελλάδα μεταπολεμικά. Το
μεγάλο ζητούμενο είναι ξαναβρεθεί στο προσκήνιο ο εργαζόμενος λαός, η νεολαία
και το κίνημα τους. Μπροστά στον κοινωνικό κανιβαλισμό που γεννά η επίθεση του
κεφαλαίου, η ανάγκη μαζικού λαϊκού κινήματος ανατροπής της πολιτικής αυτής
φαντάζει μεγαλύτερη από ποτέ. Από τη μία, η βίαη φτωχοποίηση μπορεί να φέρει
βίαιη εξατομίκευση και ανταγωνισμό, τις βάσεις πάνω στις οποίες ο φασισμός
σήμερα εξαπλώνεται δηλαδή, στο βαθμό που οι συλλογικοί αγώνες δεν καταφέρουν να
εγγυηθούν τα συμφέροντα των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Απ΄ την άλλη, τα δυόμιση χρόνια μνημονίου σημαδεύτηκαν από αγώνες
τέτοιας ένταση που δείχνουν ότι μια τέτοια συνεύρεση εργαζομένων και νεολαίας
στο δρόμο σε μια διαδικασία μαζικής ανυπακοής και σύγκρουσης με τις κυρίαρχες
επιταγές κυβερνήσεων-ΕΕ-ΔΝΤ μπορεί να γίνει το επόμενο διάστημα, όσο η οργή και
η αγανάκτηση συσσωρεύονται ως εκρηκτικά υλικά στους κόλπους του λαού.
Κομβικός σε αυτό το σημείο ο ρόλος του εργατικού
κινήματος. Τα τελευταία χρόνια, έγινε περισσότερο έκδηλο από ποτέ ότι οι
συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, η λογική της μόνιμης
συνδιαλλαγής με το κράτος και της εργασιακής ειρήνης δεν μπορούν να απαντήσουν
στα ερωτήματα και στις αγωνίες του μεγαλύτερου κομματιού των εργαζομένων, και
ειδικά στις στιγμές όξυνσης των κινητοποιήσεων ξεπερνιούνται απ’ την οργή και
την αγανάκτηση του ίδιου του λαού. Παράλληλα, φάνηκε ότι σχέδια περιχαράκωσης
και σεχταρισμού και ηττοπάθειας, δημιουργίας πιο σκληρών πολιτικών και
κομματικών μπλοκ όπως το ΠΑ.Μ.Ε. μπορεί να έχουν μαχητικότερο πολιτικό λόγο
αλλά δεν μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε μια διαδικασία κοινωνικών και εργατικών
εκρήξεων όπως αυτές του προηγούμενου χρονικού διαστήματος: το ΠΑ.Μ.Ε. δεν
κατάφερε, εν τέλει, οι δικές του κινητοποιήσεις να γίνουν το σημείο αναφοράς
για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, ούτε κατάφερε να οξύνει την πάλη των
εργαζομένων με περισσότερες απεργίες, αντιμετωπίζοντας και τα δικά του
αντικειμενικά όρια.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία, άμεσος στόχος για το
εργατικό κίνημα είναι η συγκρότηση ενός πόλου στο εσωτερικό του που θα παλεύει
για την ταξική ανασυγκρότησή του. Ο οποίος στον πυρήνα του θα έχει τον
Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων, θα παλεύει για την ανατροπή των συσχετισμών
στο εργατικό κίνημα υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και αυτές, σε ενότητα και
διαπάλη μεταξύ τους, θα μπορούν να σχεδιάσουν τον αγώνα τους υπερβαίνοντας τη
συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Ενός πόλου μαζικού, μαχητικού και
ανεξάρτητου από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τις δυνάμεις της εργοδοσίας
και το κράτος, που θα παλεύει για τη συγκρότηση ενός νέου εργατικού κινήματος
που στη βάση του οριζόντιου συντονισμού των σωματείων, ομοσπονδιών και
απεργιακών επιτροπών θα μπορέσει να ανατρέψει τους ταξικούς συσχετισμούς.
Ο
Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων μπορεί και έχει συμβάλλει σ’ αυτή την
κατεύθυνση, τον ποιοτικό μετασχηματισμό του οποίου επιδιώκουμε μέσα από τη
διεύρυνση και με άλλα σωματεία, ομοσπονδίες και συνδικάτα. Η δημιουργία λαϊκών
επιτροπών και αντιφασιστικών πρωτοβουλιών στις γειτονιές, οι Λαϊκές
Συνελεύσεις, οι δομές αυτοργάνωσης και αλληλεγγύης, μακριά από τις λογικές
διαχείρισης της φτώχειας, αποτελούν επιπλέον μορφές όπου το λαϊκό κίνημα μπορεί
με μαχητικό τρόπο να συγκροτεί κοινωνικές αντιστάσεις και σε τοπικό επίπεδο.
Για να γίνει
αυτή η αναγκαιότητα πράξη, χρειάζεται να οικοδομηθεί άμεσα ένα πολιτικό
αντίπαλο δέος μέσα στην ελληνική κοινωνία, ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και
ανατροπής για την ανατροπή της κυβέρνησης, των μέτρων της, των μνημονίων και
των πολιτικών εκφραστών της. Ένα μέτωπο που θα συμμετέχουν όλα τα ρεύματα και
οι δυνάμεις που θέλουν να συγκρουστούν πραγματικά με την Κυβέρνηση, τα Μνημονία και τις πολιτικές
της Ε.Ε του κεφαλαίου. Η συμμετοχή και αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την συγκρότηση του μετώπου ρήξης και ανατροπής με την
ταυτόχρονη πάλη για ανάδειξη και ηγεμονία του προγράμματος αυτού που θα
συγκρούεται με όλους τους πυλώνες της αστικής στρατηγικής και θα ανοίγει
δρόμους συνολικής ανατροπής.
ΜΕ ΜΙΑ
ΑΛΛΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ, ΤΩΝ ΑΝΥΠΟΧΩΤΗΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ!
Η εποχή αυτή της
δομικής κρίσης του καπιταλισμού και της σκληρής επίθεσης της αστικής τάξης σε
εργαζόμενους και νεολαία επιβάλλει την παρουσία μιας αριστεράς που θα στέκεται
στο ύψος των περιστάσεων. Σήμερα, η Αριστερά ή θα μιλήσει ανοιχτά για την
κρίση, την ΕΕ και το Ευρώ, το χρέος και για την ίδια την φύση της ταξικής εκμετάλλευσης ή δεν υπάρχει
πραγματικά Αριστερά χρήσιμη για τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Θα εμπνέει
και θα εμπνέεται από τους μεγάλους αγώνες του λαϊκού κινήματος και θα συμβάλλει
σε αυτούς με όλες της τις δυνάμεις. Θα είναι χρήσιμη για το λαό και για το
κίνημα στο βαθμό που θα το ενοποιεί, θα το μπολιάζει με επαναστατικά στοιχεία
και θα το βοηθάει να αντέχει στις δύσκολες στιγμές της ταξικής πάλης και να
υπερβαίνει τους εκβιασμούς και την τρομοκρατία του καπιταλιστικού συστήματος.
Αλλά μια τέτοια Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι Ενωτική. Θα
οικοδομείται πάνω στη συσπείρωση δυνάμεων γύρω από τα ζητήματα της διαγραφής
του χρέους, της εξόδου από την Ε.Ε. και το Ευρώ, την εθνικοποίηση των τραπεζών
και όλων των στρατηγικών τομέων της παραγωγής. Αυτή η Αριστερά θα συγκροτεί
τους όρους ανατροπής της αστικής κυριαρχίας. Πυρήνας αυτής της διαδικασίας
είναι η Αντικαπιταλιστική Αριστερά.
ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ
σε ΑΕΙ-ΤΕΙ
Το παρών κείμενο διαμορφώθηκε και αποτελεί απόφαση του πανελλαδικού συντονιστικού της Ε.Α.Α.Κ που έγινε στην Αθήνα στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου